Quantcast
Channel: παραθέματα λόγου
Viewing all 1270 articles
Browse latest View live

Λατρεία με ευαίσθητες νότες

$
0
0
Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Την περασμένη βδομάδα, όπως μάθατε όσοι διαβάσατε το κείμενό μου της προηγούμενης βδομάδας, βρέθηκα στην όμορφη και όμαιμη Λευκάδα, μαζί με μια αντιπροσωπεία είκοσι ατόμων της Γκιόστρας της Ζακύνθου, για να λάβουμε μέρος στις εκεί εκδηλώσεις, που με το όνομα “FestadelCanale”, διοργανώνει στο νησί του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού ο πάντα δραστήριος και δημιουργικός «Ορφέας».
   Ήταν το απόγευμα του Σαββάτου, 26 Ιουλίου, όπου και η κεντρική εκδήλωση. Το δικό μας τμήμα πέρασε από τον γεμάτο κόσμο πεζόδρομο, χαρίζοντας σε ντόπιους και επισκέπτες της πόλης της SantaMauraένα καθαρά αναγεννησιακό κλίμα και μια γεύση μύθου.
   Ο ιππότης μας με το σύμβολο της νίκης του, το ασημένιο του σπαθί, σμπαντιερατόροι, που με το πέταγμα της σημαίας τους χάριζαν χρώμα και αίσθηση, τυμπανιστές σε ρυθμούς γιορτής, ο Πρεβεδούρος και εκπρόσωποι του Μεγάλου Συμβούλιου, καθώς και φίλοι και γνωστοί αυτού που απόσπασε τους περισσότερους κρίκους στην έφιππη αναγέννηση των πανάρχαιων αγώνων του νησιού μας, πέρασαν από το ιστορικό κέντρο της επτανησιακής αυτής πόλης και θύμισαν την διαφορετικότητα της ιστορίας της, μια και αυτά όπου γίνονται στη Ζάκυνθο αφορούν όχι μόνο την Λευκάδα, αλλά και όλα ανεξαιρέτως τα Ιόνια νησιά.
   Η πομπή κατέληξε στην παραλία, όπου εκεί, στο γνωστό κανάλι, θα γινόταν οι σημαντικές για όλους εμάς εκδηλώσεις.
   Εμείς οι Τζαντιώτες σταθήκαμε σε μιαν άκρη, δίπλα από το ανοιχτό θέατρο της πόλης και από εκεί, από μια απόσταση, λόγω του χώρου, παρακολουθούσαμε τα δρώμενα. Οικεία όλα, μια και συγγενικά με τα δικά μας. Νότες γνωστές, βαρκαρόλες, μαντολίνα, κιθάρες και βιολιά. Περιμένοντας όμως την σειρά μας, είχα μια καταπληκτική εμπειρία την οποία θέλω να σας μεταφέρω.
   Οι «Αγιομαυρίτικη Παρέα» τραγουδούσε με το δικό της και δικό μας ταπεραμέντο τα τοπικά της τραγούδια, πολλά από τα οποία είχα την τύχη να μεταφέρω και στο σπίτι μου, για συνεχή τέρψη της ακοής μου, σ’ ένα CD,το οποίο μου χάρισαν με περίσσια αγάπη και σεβασμό οι φίλοι διοργανωτές των εκδηλώσεων του μουσικοχορευτικού ομίλου του «Ορφέα».
   Δεν θυμάμαι ποίο ακριβώς τραγούδι ακουγόταν, ούτε έχει σημασία, μια και όλα ήταν εξαίρετα και πολύ σωστά εκτελεσμένα. Σημασία για μένα έχει πως στο άκουσμά του ένα παιδί από την αντιπροσωπεία μας με πλησίασε και πολύ φυσικά με ρώτησε:
-Γιατί ψάλλουν;
   Και στην ερώτηση του νεαρού αυτού Ζακυνθινόπουλου κρύβεται ένα κομμάτι του δικού μας Τζαντιώτικου, αλλά και Επτανησιακού πολιτισμού και της δικής μας, ιόνιας διαφορετικότητας και ιδιοσυγκρασίας.
   Ναι, εμείς οι δυτικώς της Ελλάδας ευρισκόμενοι υμνούμε το Θεό μας τραγουδώντας. Τον δοξάζουμε και τον ανυμνούμε με το δώρο, που ο ίδιος μας χάρισε, με τον τρόπο, που αυτός προτίμησε να μας δώσει σαν δώρο: την μελωδική φωνή μας και την ξεχωριστή ευαισθησία μας.
   Προσαρμόσαμε την ορθόδοξη λατρεία στην δική μας μουσική γνώση και του προσφέραμε, αλλά και ακόμα συνεχίζουμε να του προσφέρουμε, θαυμάσια κομμάτια, προσαρμοσμένα στην εκφραζόμενη με νότες καλλιέργειά μας. Έτσι δημιουργήθηκαν, για ν’ αναφερθώ σε ελάχιστα μόνο παραδείγματα, αλλά γνωστά σε όλους και αγαπημένα, το «Διεμερίσαντο», το «Εξηγόρασας ημάς», το «Κύριε αναβαίνοντός σου εις τον σταυρόν», ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της γιορτής του Αγίου μας και –για να μην φλυαρούμε– το μοναδικό εκείνο «Ίνα τι…», που συνοδεύει την ιερότερη στιγμή του χρόνο μας, αυτήν της εξόδου του αναγεννησιακού, όπως ταιριάζει σε μας, Εσταυρωμένου.
   Επίσης η μπάντα αποδίδει την προσευχή των Ζακυνθινών στην έξοδο και τα «Μπασίματα» του Σκηνώματος του πολιούχου μας, όπως και τις ευχαριστίες των Κερκυραίων στο πρόσωπο του δικού τους προστάτη. Φιλαρμονική μπαίνει, εξάλλου, και στην εκκλησία της δικής μας Αγίας Μαύρας, της Αγίας και της Λευκάδας, την ώρα του όρθρου και πριν την λιτανεία της εικόνας, στην γιορτή του Μαχαιράδου και αυτή τιμά την Μάρτυρα.
   Με λίγα λόγια λατρεύουμε το Θείο μ’ αυτό που περίσσια αγαπάμε: την δίχως σύνορα, λόγω της φύσης της, μουσική.
   Να γιατί στην ερώτηση του σημερινού Ζακυνθινόπουλου και την δίκαια απορία του, εκφράζεται, όπως γράψαμε και στην αρχή, ένα σημαντικό τμήμα του πολιτισμού μας.
   Ευχαριστώ και γι’ αυτό την αγαπημένη μου Λευκάδα.


Γεωργίου Θ. Ζώρα: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΟΙΗΣΙΝ

$
0
0


[Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ελληνική Δημιουργία, αρ. 61, 1950 ]


Ασχολούμενος άλλοτε με το θέμα της Παναγίας και της συλλογής «Άνθη ευλαβείας» (1) έγραφα ότι, η Παρθένος, η γλυκεία μήτηρ του Θεανθρώπου, σύμβολον αγιωσύνης και αγνότητος, αλλά ταυτοχρόνως και μητρικής αγάπης και πόνου, απετέλεσεν εις όλας τας εποχάς θέμα ιδιαιτέρως προσφιλές εις τους ποιητάς, από των πρώτων χριστιανικών χρόνων μέχρι της εποχής μας, και εις την ορθόδοξον Ανατολήν και εις την καθολικήν Δύσιν.

Εις την φιλολογίαν αυτήν, την πρώτην θέσιν κατέχει αναμφιβόλως η βυζαντινή υμνογραφία. Ουδέποτε άλλοτε η μορφή της Θεοτόκου εύρε τόσον υψηλόν, τόσον λυρικόν και τόσον εμπνευσμένον από βαθυτάτην πίστιν ύμνον:

Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει,
Χαίρε, δι’ ης η αρά εκλείψει…
Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς,
Χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς…


θα ψάλλουν προς την Θεομήτορα οι απελευθερωθέντες εκ του εχθρικού κινδύνου Βυζαντινοί, ο δε νεώτερος Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποιήσεως, Ρωμανός ο Μελωδός, θα υμνήση κατά τον συγκινητικώτερον τρόπον τον πόνον της δυστυχούς Μητρός, ήτις βλέπει αγόμενον εις τον βωμόν του μαρτυρίου και της θυσίας το ίδιον αυτής τέκνον:

Τον ίδιον άρνα
η αμνάς θεωρούσα
προς σφαγήν ελκόμενον
ηκολούθη Μαρία
τρυχομένη
μεθ’ ετέρων γυναικών.


Και εις τας επομένας εποχάς, η ελληνική μούσα δεν έπαυσε να αφιερώνη εις την Θεοτόκον ωραιοτάτους στίχους πλήρεις αγάπης, θαυμασμού και ικεσίας, πολλά δε ποιήματα εγράφησαν εις δόξαν της Παρθένου είτε κατ’ απομίμησιν των «Χαιρετισμών», είτε και όλως πρωτότυπα.

***

Μεταξύ των ποιημάτων τούτων ιδιαιτέρας μνείας είναι άξια, τα στιχουργήματα τα περιεχόμενα εις μίαν ιδιόρρυθμον συλλογήν, γνωστήν υπό τον τίτλον «Άνθη ευλαβείας» (2), οφειλομένην εις τους τροφίμους του γνωστού Φλαγγινικού ιεροδιδασκαλείου, το οποίον είχεν ιδρυθή εις Ενετίαν με κληροδότημα του Θωμά Φλαγγίνου και του οποίου η λειτουργία ήρχισεν από το έτος 1664.

Εις την συλλογήν ταύτην, της οποίας ο πλήρης τίτλος είναι «Άνθη ευλαβείας, εκχυθέντα εις την πανένδοξον μετάστασιν της Θεομήτορος Μαρίας παρά τινων του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου τροφίμων τε και σπουδαίων, επιστασία και επανορθώσει του πολυμαθεστάτου αυτής ιεροδιδασκάλου Ιωάννου Πατούσα του εξ Αθηνών Γυμνασιάρχου του ρηθέντος φροντιστηρίου και πανευλαβώς αφιερωθέντα τω Πανιερωτάτω και Σοφωτάτω Κω Κω Μελετίω Τυπάλδω Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Υπερτίμω και Εξάρχω πάσης Λυδίας και των εν ταις κλειναίς Ενετίαις Ελλήνων αξιοπρεπεστάτω προέδρω –Ενετίησιν αψη» (1708), δημοσιεύονται πεζογραφήματα και ποιήματα αφιερωμένα, κατά το πλείστον, εις την Παναγίαν. Πρόκειται περί έργων, αν όχι εξαιρετικής σημασίας πάντως αξιολόγων, ιδία όσον αφορά εις την πρωτοτυπίαν και τον χρόνον της συνθέσεως αυτών, περί των οποίων ο Δημαράς γράφει τα εξής: «Πολλή τέχνη, αλλά και πραγματική ποιητική εμπνεύση επεξεργάζονται τα ποιήματα αυτά, που αποτελούν την πρώτη μεγάλη επίτευξη ύστερ’ από τα χρόνια της Κρήτης. Είναι πραγματικά άνθη μέ όλο το άρωμά τους, με τη γοητεία των ποικίλων χρωμάτων τους· αλλ’ άνθη φυτεμένα μέσα σ’ ένα θερμοκήπιο: αν δένουν με τα περασμένα όμως δεν δημιουργούν προηγούμενο, Η εμφάνισή τους έχει κάτι τεχνητό, που φανερώνεται όχι μόνο στην κατασκευή τους, αλλά και στο γεγονός ότι έμειναν χωρίς συνέχεια» (3).

Ιδού εν δεκατετράστιχον της συλλογής, το οποίον οφείλεται εις τον Αντώνιον Στρατηγόν, λόγιον καταγόμενον μεν εκ Κρήτης, γεννηθέντα δε εις Κέρκυραν, και έχει τον τίτλον: «Ότι ο θάνατος της Θεομήτορος εστάθη θεϊκή αγάπη»:

Είχε λάμψ’ η αυγή, εις την οποίαν
ώρισεν ο Θεός ν’ αποσηκώση
στ’ άστρα από τον κόσκον την Μαρίαν
κι ως Κυράν του παντός να στεφανώση.

Απείκασεν ευθύς νεύσιν την θείαν
ο έρωτας, γοργά όθεν να σώση
χρυσόπτερος πετά στην Παναγίαν΄
και θάνατον γλυκύν αυτής να δώση.

Τοτ’ ευλαβής, βέλος χρυσόν τεντώνει
κ’ εκείνην την καρδίαν την αναμμένην
με φλογές θεϊκές γλυκά πληγώνει.

Αν η κόρη νεαρά ετζ’ απομένη
τούτο τον νουν της ας μη θολώνη
γιατί πόθον θανή δεν υπερβαίνει.


Ιδού και δεύτερον δεκατετράστιχον εκ της ιδίας συλλογής, το οποίον έγραψεν ο εκ Κεφαλληνίας ιεροδιάκονος Φραγκίσκος Κολουμπής, φέρει δε τον τίτλον «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου»:

Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.

Τούτα βλέπουσ’ η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφίνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω ‘γω χωρίς εσένα;»

Είναι πολεμικός νόμος να σέρνη
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνη.

Κι’ εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρης αυτού γλυκά δεμένους.(4)


Και η δημοτική μούσα έχει επίσης αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν. Εκτός από το γνωστόν εκείνο το αναφερόμενον εις την Αγίαν Σοφίαν, εις το οποίον ο λαϊκός ποιητής συνεχίζων την παράδοσιν βλέπει την απελευθέρωσιν του έθνους συνδεομένην με το πρόσωπον της Θεοτόκου, προστάτιδος της Κων/λεως:

Η Δέσποινα ταράχθηκε και δάκρυσαν οι εικόνες,
σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους, με καιρούς πάλι δικά μας είναι,


και άλλα δημοτικά ποιήματα έχουν ως κεντρικόν πρόσωπον την Παναγίαν, όπως είναι διάφορα καθαρώς θρησκευτικού περιεχομένου, άλλα αναφερόμενα εις θρησκευτικάς εορτάς κ.λ.π. Ιδιαιτέρως αξίζει να αναφέρωμεν εδώ δημώδες ποίημα, φέρον τον τίτλον «το μοιρολόγι της Παναγίας»:

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερ’ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι’ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της.
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε.»
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
και, σαν την συνεφέρανε, τούτο το λόγο λέει:
«Όσοι πονάτε το Χριστό, όλοι κοντά μου ελάτε.»
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάννα,
του Ιακώβ η αδελφή, κ’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν,
τηρούν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον Άϊ-Γιάννη.
«Άϊ μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπριστή του γιού μου,
μην είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει χείλη να στο πη, καρδιά να μολογήση,
ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τονε δείξη»;
«Έχεις και χείλη να το πης, καρδιά να μολογήσης,
έχεις και χειροπάλαμα, για να μου τόνε δείξης.»
«Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κ’ εμέ διδάσκαλός μου.»
Η Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει:
«Πού ‘ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω;»
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήση·
μον’ ο Χριστός της μίλησε απ’ τον σταυρόν επάνω:
«Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δεν έχεις.
Στρώσε τραπέζι θλιβερά να φάνε οι θλιμμένοι
και, το μεγάλο Σάββατο, καθού να μ’ απαντέχης.
Την Κυριακίτσα το πουρνό θα πουν Χριστός Ανέστη.»


Το αυτό περιεχόμενον αναφερόμενον εις την θλίψιν της Παναγίας διά την απώλειαν του υιού της, απαντά επίσης και εις τα διάφορα τοπικά δημοτικά τραγούδια, με μικράς ή σημαντικάς παραλλαγάς εις τας λεπτομερείας. Ένα από τα χαρακτηριστικώτερα αυτά ποιήματα, είναι το φέρον τον τίτλον «της Παναγιάς το κλάμα» όπως κυκλοφορεί εις την Κάλυμνον:

Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της. 
‘Κουει βροντές, ‘κουει στραπές και ανταρές μεγάλες·
άγια βόδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Κάνει να δη την πόρτα της να δη τη γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει·
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τ’ άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τ’ αγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.
Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον Άϊ-Γιάννη,
θωρεί τον και κατέβαινε κλαμένον και δαρμένον,
κ’ εκράτει μεσ’ τη χείρα του μανδήλι ματωμένον
κ’ εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του.
Κ’ η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρην γη κορφή, τον ουρανό πατέρα;
Εκεί τον έχουν οι ‘βριοί εξόγκωνα δεμένον ·
σαν κλέπτη τον επιάσανε σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυραννούσι.
Βγάζουν το χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουν του τον βάτον.
Η Παναγιά σαν άκουσε λιποθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την ‘πηρετούν τρία καννιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κ’ η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
-Ας έλθ’ η Μάρθα η Μαρία και του Λαζάρου η μάννα
και του Προδρόμου η αδελφή και η άλλη η Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρουμε προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σ’ ένα μικρό βρυσάκι.
κι εδίψασεν η Παναγιά ‘σκύψεν να πιη λιγάκι.
Κούει χαλκιά κι εχάλκευε, χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνεις;
-Βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα κι εγώ τους κάμω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ’ άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
-Μωρή μωρέ ατσίγγανε, ψωμί να μην χορτάσης,
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε, δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
-Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό, το μέγα,
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανό πατέρα:
Εκεί τον έχουνε οι ‘βριοι εξόγκωνον δεμένον.
Ώρες η Παναγιά ‘κλαιεν, ώρες και μοιρολόγα
στρατί, στρατί το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτ’ τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κ’ έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
-Άνοιξε πόρτα του ‘βριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κ’ η πόρτα απ’ το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
-Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
-Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρη;
Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και ο μονογενής σου.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε λιποθυμιά της ήλθε!
-Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κ’ ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήκηκεν όπου ‘ταν σταυρωμένος.
-Μάννα μου, σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλες μάννες·
άμε, μάννα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μαννάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μαννάδες
και τα καλά τ’ αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες.
Μάννα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάνες
τότε και συ μαννούλα μου θα ‘δης χαρές μεγάλες.


***

Τα πολυάριθμα ποιήματα των νεωτέρων ποιητών μας τα οποία αναφέρονται εις την Παναγίαν δυνάμεθα να διακρίνωμεν, με την σειράν των, εις διαφόρους κατηγορίας, ήτοι τα αποτελούντα προσευχάς, τα συνδεόμενα με πατριωτικά θέματα, τα καθαρώς λυρικά κ.λ.π..

Εις την πρώτην κατηγορίαν, δηλ. τας προσευχάς, ανήκουν διάφορα ποιήματα, είτε αυτοτελή είτε τμήματα μεγαλυτέρων στιχουργημάτων, μερικά δε έχουν καθαρώς σχολικόν χαρακτήρα και χρησιμεύουν ως προσευχή εις τα σχολεία ή διαφόρους άλλας αναλόγους περιπτώσεις.

Τοιούτον ποίημα είναι του Κώστα Πασαγιάννη με τίτλον «Το παιδί στην Παναγία»:

Ψυχούλα αθώα
γονατιστή
σου στέλνω ολόθερμη
μια προσευχή.

Γλυκειά μητέρα
Θεού, Σε κράζω
ελπίδα ανέσπερη
και σε δοξάζω.

Παρθένα θεία,
σεμνή κι’ αγνή΄
δέξου τη δέησή μου
την ταπεινή.

Παρθένα θεία, 
σεμνή κι’ αγνή, 
δόξα Σου, δόξα Σου
Παντοτεινή!...


Ανάλογος προς αυτήν είναι και άλλη προσευχή με τον τίτλον «Στη Μητέρα του Θεού», όπου ο ποιητής παρακαλεί την Θεοτόκον όπως, βοηθήση και ανοίξη ελπιδοφόρον θύραν εις τον δυστυχή, εις τον αιχμάλωτον, εις τον ναυαγόν, εις την χήραν και εις τον ασθενή και προσφέρη εις τον κόσμον όλον την γαλήνην και την χαράν:

Παρθένα, στήριγμα γλυκό, μητέρα του Θεού μας
πούσαι για μας παρηγοριά στο στρώμα και στο νού μας,
όπου κρατάς στη σκέπη σου το ορφανό τη χήρα
κι’ ανοίγεις για το δύστυχο ελπιδοφόρα θύρα.

Βασίλισσα του Ουρανού, πούσαι για μας γαλήνη
κι’ αστέρι που λαμποκοπάς, χωρίς ποτέ να σβύνη,
δροσιά και ανακούφιση στ’ αρρώστου το κλινάρι
που χύνεις μύρα κι’ ευωδίες μ’ όλη την άγια χάρι.

Στο σκλαβωμένο χάρισε ελεύθερη πατρίδα,
στο ναυαγό που δέρνεται, του γλυτωμού σανίδα.
στη χήρα την παρηγοριά, στον άρρωστο υγεία
και στα παιδιά την προκοπή, γλυκειά μου Παναγία.

Στείλε, Μητέρα του Θεού , στον κόσμο τη γαλήνη
κι’ οδήγα κάθε άσπλαγχνο στην ελεημοσύνη.
Τέλος αξίωσε κι’ εμάς, όπου σε προσκυνούμε,
πολίτες τίμιοι, καλοί στον κόσμο να γινούμε.


***

Περισσότερον γνωστή και σημαντικωτέρα είναι «Η προσευχή προς την Παναγίαν» του Ανδρέου Μαρτζώκη, μία προσευχή η οποία εγαλούχησε την ελληνικήν νεολαίαν επί σειράν ετών και υπάρχει εις πλείστας όσας συλλογάς νεοελληνικών αναγνωσμάτων:

Γλυκό του κόσμου στήριγμα,
αθάνατη Μαρία,
Εσύ π’ ακούς τη δέησι
που υψώνουν τα παιδία,
‘ς εσέ την προσευχή μας
που μέσ’ αφ’ την ψυχή μας
βγαίνει για σε θερμά

Έχε, Κυρά, ‘ς τη σκέπη σου
την πικραμένη χήρα,
‘ς τον πεινασμένον άνοιγε
ευσπλαχνική τη θύρα,
δόσε του σκλάβου, Δέσποινα,
ελεύθερη Πατρίδα,
του ναύτη την ελπίδα,
που πλέει ‘ς την ξενητειά.

Ευλόγησε τα ονείρατα
του βρέφους που κοιμάται,
οδήγησε τα βήματα
της κόρης που φοβάται·
στείλε δροσιά κι’ ανάπαυσι
‘ς του αρρώστου το κλινάρι,
έχε ‘ς τη θεία σου χάρι
τα μαύρα τα φτωχά.

Τη μάνα; παρηγόρησε,
πώχει παιδί ‘ς τα ξένα,
και χύσε μίαν αχτί δα σου
εις τον τυφλό, Παρθένα·
κράτα το γάλα αμίαντο
του βρέφους που βυζαίνει,
στρέψε ‘ς την οικουμένη
το βλέμμα ευσπλαχνικό.

Στείλε, σεμνή βασίλισσα,
‘ς το πλάσμα σου γαλήνη,
χύσε ‘ς τα στήθη τ’άκαρδα
αγάπη, ελεημοσύνη·
χάρισε το χαμόγελο
‘ς τα μαραμένα χείλη,
κάμε να γίνουν φίλοι
ο εχθρός με τον εχθρό.

Τ’ ανδρόγυνο που εχώρισε,
Εσύ, Κυρά, ένωσέ το,
διώξε μακρυά την έχθρα του
και πάλι ευλόγησέ το·
ανάπαυσε τα κόκκαλα
που κλει βαθειά το χώμα,
και ζέστανε το στρώμα
της μάνας, του παιδιού.

Δέξου ‘ς τα ουράνια στήθη σου
τ’ ανήλικα. Παρθένα,
που παραιτούν τη μάνα τους
για νάλθουνε σε Σένα,
το χέρι ‘κείνο αντάμειψε
που τ’ ορφανό χορταίνει,
που το κορμί θερμαίνει
του μαύρου του γυμνού.

Ευλόγησε τα δάκρυα,
καλή μας Παναγία,
οπού με σπλάχνος χύνονται
εμπρός ‘ς τη δυστυχία
συχώρεσε και φώτισε
εκείνον που πλανήθη,
και χύσε του ‘ς τα στήθη
την Πίστη την γλυκειά!

Λυπήσου την Ελλάδα μας,
την άτυχη Πατρίδα,
πάλι ‘ς τον κόσμο δείξε τη
με σκήπτρο και χλαμύδα!
κάμε να σφίξη ελεύθερα
μεσ’ τη θερμή αγκαλιά της
τα μαύρα τα παιδιά της,
που κλαίνε ‘ς τη σκλαβιά!...

Και αξίωσε τα τέκνα σου,
που σε παρακαλούνε,
με της Λαμπρής το φόρεμα
την Ήπειρο να ιδούνε!
να πλέξουν την εικόνα σου
μ’ ελεύθερα λουλούδια,
κ’ ελεύθερα τραγούδια
να ψάλλουνε γλυκά!..


***

Εξετάζοντας την σχετικήν ποιητικήν παραγωγήν των νεοελλήνων ποιητών, αρχίζομεν με τους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής.

Ως γνωστόν, βαθύτερον θρησκευτικόν αίσθημα διακρίνει τους περισσοτέρους εξ αυτών, τα δε έργα των χαρακτηρίζει θερμή χριστιανική πίστις. Και είναι μεν αληθές ότι οι πλείστοι των Επτανησίων ποιητών δεν έχουν αφιερώσει ειδικά ποιήματα εις θρησκευτικά καθαρώς θέματα, οπωσδήποτε όμως διάχυτος είναι εις την ποιητική των έμπνευσιν το χριστιανικόν αίσθημα. Ο Σολωμός εις την Ελληνικήν παραγωγήν του δεν έχει καθαρώς θρησκευτικά ποιήματα, έχει όμως γράψει πολλά κατά την νεανικήν του ηλικίαν εις Ιταλικήν γλώσσαν κατ’ απομίμησιν προτύπων του Monti, Manzoni κ.ά. Είναι από τα ποιήματα εκείνα τα οποία ανήκουν εις τα στιχουργήματα με υποχρεωτικήν ομοιοκαταληξίαν και σπαταλούν κατά κανόνα ποιητικά νεανικά γυμνάσματα. Από τα θρησκευτικά του αυτά ποιήματα (τοιαύτα αναφέρονται εις την πρώτην λειτουργίαν, εις τον θάνατον του δικαίου, εις την κόλασιν, εις την δευτέραν παρουσίαν) τα περισσότερα έχουν ως θέμα την Θεοτόκον ως εις την Μαρίαν ο Ευαγγελισμός, η Ανάληψις της Παναγίας, η Σύλληψις της Παναγίας κ.λ.π. Ιδού το κείμενον εν μεταφράσει ενός των δεκατετραστίχων αυτών με τίτλον «η Ανάληψις της Παναγίας»:

Ήταν η ώρα που τ’ ανθρώπινο μάτι να παλέψη
δεν ημπορεί με τον ύπνο κι’ οι αισθήσεις το κράζουν,
όταν άκουσα φωνή, που συντροφευμένη από λύρας ήχο:
-Έλα, Γυναίκα, έλεγε, έλα απ’ το Λίβανο!
-Έλα! τον ουρανό ολόκληρο να ξαναλέη άκουσα
σε ήχο που οι στίχοι μου δεν έχουν δύναμη να εκφράσουν.
Κι’ οι δρόμοι όλοι εγέμιζαν απ’ τον αιθέρα
του ζωηρού φωτός και του μοσχοβολισμένου λιβανιού.
Όταν ξαφνικά παρουσιάσθη ένας ήλιος ανάμεσα στους αγγέλους
και ψηλά έσπρωχνε, κινώντας τα μπράτσα,
που η αγάπη των αιωνίων ομορφιών του έγγιζε.
Αχ! γιατί χάθηκε το όνειρο κι’ αυτές οι ασθενικές μου
οι αισθήσεις με σεβασμό ανάμεσα στους Ουράνιους:
Είμαι κάτω, μεσ’ το παράπτωμα και την άστατη αρετή (5).


***

Και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έχει αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν εκ των οποίων το σημαντικώτερον είναι το φέρον τον τίτλον «25 Μαρτίου: Ευαγγελισμός – Ελληνισμός» εις το οποίον το θρησκευτικόν αίσθημα ενούται και συγχέεται με τον θερμόν πατριωτισμόν του μεγάλου εκείνου Επτανησίου ποιητού. Εις το ποίημά του αυτό, ο Βαλαωρίτης βλέπει εις την αυτήν ημέραν, την 25ηΜαρτίου, να συνδέωνται αφ’ ενός μεν η μεγάλη ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και επομένως της απελευθερώσεως του ανθρωπίνου γένους και αφ’ ετέρου η ελληνική επανάστασις, δηλ. η απελευθέρωσις του Ελληνικού έθνους.

Το ποίημα αυτ’ό είναι επίσης από τα πλέον γνωστά και συγκινητικά αναγνώσματα και συνεκίνησε επί σειράν ετών την ελληνικήν νεολαίαν:

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι, κυττάζουν.
Μια φλογ’ αστράφτει... ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει εν άστρο... σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέγει, αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!...»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλαι ο ουρανός... Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι’ απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκκαλά της.
Τρέμει με μιας η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι’ αφίνει και περνά εν άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του...
«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς ανάστα, χαίρε».
Οι τοίχοι ευθύς σωριάζονται. Η μαυρ’ η πεθαμένη
νοιώθει τα πόδια φτερωτά. Στη μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Το κάθε πάτημά της
ανοίγει μνημ’ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της...
Κανείς δεν αποκρένεται... Βγαίνει, πετά στα όρη...
Λυώνουν τα χιόνια όθε διαβή, όθε περάση η Κόρη.
«Ξυπνάτε, εσείς που κείτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωή χορτάστε».
Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά να λάμπη στον αιθέρα
μ’ όλα τα κάλλη τ’ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να την χαιρετίση.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την! Καθείς ας μεταλάβη
από τη χάρη του Θεού. Και σεις, και σεις οι σκλάβοι,
όσοι τη δάφνη στην καρδιά να φέρετε φοβάστε,
αφωρισμένοι νάστε!


***

Της Επτανησιακής επίσης σχολής άλλος εκπρόσωπος, ο Ανδρέας Μαρτζώκης.αφιέρωσεν εις την Παναγίαν το «Stabat Mater”, όπου μας παρουσιάζει τον αμαρτωλόν άνθρωπον, ο οποίος πλησιάζων την πονεμένην Μητέρα, εκφράζει την αφοσίωσίν του προς τον δι’ αυτόν θυσιασθέντα υιόν της και ικετεύει αυτήν όπως τον αξιώση να εξαγνισθή και αυτός διά του πόνου και καταστή άξιος της ουρανίου δόξης:

Σιμά ‘ς τον άδικο Σταυρό, τον αιματοβαμμένο,
ήταν πεσμένη κ’ έκλαιγε η Παναγιά με πόνο·
Και της εσπάραζ’ η ψυχή να βλέπη κρεμασμένο,
ωσάν κακούργο και φονιά, το τέκνο της το μόνο!

Πόσα μαχαίρια κοφτερά της ‘σφάζαν την καρδιά
την ώρα ‘κείνη τη φριχτή, οπού ‘χε ξεψυχίσει!
Ποιος εβαστούσε να θωρή σε τέτοια απελπισιά
τη θεία μητέρα του Χριστού και να μην λαχταρήση;

Για μένα, τον αμαρτωλό, είδες, γλυκειά Κυρά μου;
να μαρτυρεύουν ‘ς το Σταυρό τ’ αγαπητό Παιδί σου! 
Κάμε να σφάξη ο πόνος σου κ’ εμένα την καρδιά μου,
κι αξίωσέ με να θρηνώ, να κλαίω κ’ εγώ μαζί σου.

Δέξου, Παρθένα μου, κ’ εμέ ‘ς το Ξύλο του αποκάτου,
να χύνωνται τα δάκρυά μου με τ’ άγια δάκρυά σου!
Δος μου τη χάρι, να αισθανθώ κ’ εγώ τα μαρτύριά του,
και να στενάζω, να πονώ, θωρώντας τα δικα σου!

Κάμε κ’ εγώ να ματωθώ εις τον σταυρόν επάνω
ν’ αρέσω ‘ς το παιδάκι σου, να μοιάσω του Χριστού μου,
Κάμε κ’ εγώ σ’ αγκαθερό στεφάνι να πεθάνω,
ναυρώ τον ίδιο θάνατο ‘που εδώκαν του Θεού μου!

Κι’ όταν ‘ς την Κρίσι τη στερνή ‘ς το μνήμα μου ‘γροικήσω
το φοβερό το κάλεσμα, τη φοβερή φωνή του,
κάμε, Παρθένα μου, κ’ εγώ τον Άδη να νικήσω,
κ’ εκεί ‘ς τη δόξα τ’ ουρανού να χαίρωμαι μαζί του!


***

Ο Κώστας Πασαγιάννης, άλλος της Επτανησιακής σχολής εκπρόσωπος, εις το ποίημά του το φέρον τον τίτλον «ο θρήνος της Μητέρας» μας δίδει εις πονεμένους και συγκινητικούς στίχους τον θρήνον της Θεοτόκου εμπρός εις τον Σταυρόν. Είναι εμπνευσμένον από τον αριστουργηματικόν επιτάφιον θρήνον «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον κ.λ.π.»:

Ω, άνοιξη γλυκειά μου,
γλυκύτατο παιδί μου,
πού εχάθη η ομορφιά σου;...
πώς έσβυσε, ακριβέ μου,
το θείο σου χαμογέλιο
κι ο τρυφερός σου ο λόγος 
στην άμοιρη μαννούλα;...

Έτσι λοιπόν σε χάνω,
γλυκέ μου, από τον κόσμο,
που επάσχισες να σώσης
από την αμαρτία;
Έτσι άξαφνα σε χάνω
χωρίς καμμιάν αξία;...

Ωιμέ! και πώς θα ζήσω,
γλυκέ μου κι’ ακριβέ μου;
Ωιμέ! και πώς θα ζήσω
χωρίς εσέ στον κόσμο,
χωρίς τα δυο σου μάτια,
χωρίς το θείο σου γέλιο,
τον τρυφερό σου λόγο
στην άμοιρη μαννούλα;...


***

Και από τους ρομαντικούς ποιητάς οι περισσότεροι έχουν αφιερώσει ποιήματα εις την Παναγίαν. Ιδιαιτέρως πρέπει μεταξύ αυτών να γίνη μνεία του Ηλίου Τανταλίδου, ο οποίος εις την συλλογήν του «ωδαί θρησκευτικαί και εκκλησιαστικαί», έχει αφιερώσει διάφορα ποιήματα εις την Παναγίαν το «εις τα εισόδια της Θεοτόκου», «εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου», «εις την κοίμησιν της υπεραγίας Θεοτόκου», κ.λ.π.

Επίσης κι ο Παναγιώτης Σούτσος και άλλοι ρωμαντικοί έγραψαν ποιήματα εις την Θεομήτορα σχετικά με θέματα καθαρώς θρησκευτικά, πατριωτικά ή λυρικά.

Αλλ’ εκείνος εκ των ρωμαντικών ποιητών ο οποίος τρέφει ιδιαιτέραν αγάπην προς την Παναγίαν και ο οποίος αφιέρωσεν εις αυτήν πολλά ποιήματά του είναι ο Αχιλλεύς Παράσχος.

Ο αρχηγός ούτος της ρωμαντικής σχολής εις το ποίημά του εις την «Ευαγγελίστριαν – 25ην Μαρτίου» δοξάζει την Παρθένον διότι αν κατά την ημέραν εκείνην εδώρισε εις όλον τον κόσμον την αύραν της ζωής, εις την Ελλάδα εδώρισε ταυτοχρόνως δύο χαρές: την Βηθλεέμ και την Αγίαν Λαύραν, τον Σταυρόν και την Σημαίαν· εις το ποίημά του «προς την Παναγίαν» παρακαλεί την Παρθένον όπως μεσολαβήση εμπρός εις το άγιο παιδί της και του παράσχη την γαλήνην της ψυχής, και, τέλος, εις το γνωστότατον ποίημά του «προ της Παναγίας» εις τόνον λυρικόν γεμάτον ειλικρίνειαν και πίστιν ικετεύει την βασίλισσαν των ουρανών, όπως σώση την ασθενή φίλη του. την αγαπημένην του Μαρίαν:

Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου....
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μ’ αρρώστησ’ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:

Βασίλισσα των ουρανών , λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει...
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μ’ εμένα
ν’ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;

Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σ’ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σ’ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στ’ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.

Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου ν’ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου ν’ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.

Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κ’ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κ’ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!


***

Και εις τους ποιητάς των Αθηνών οι οποίοι ακολουθούν τους ρωμαντικούς, το θέμα της Παναγίας εξακολουθεί να είναι ένα από τα πλέον συνήθη και αγαπητά.

Ο Παπαδιαμάντης, ο Προβελέγγιος, ο Δροσίνης, ο Πορφύρας και οι άλλοι αφιερώνουν ποιήματα εις την Μητέρα του Θεού, περιγράφοντες τον πόνον της διά την απώλειαν του υιού της ή ζητούντες παρ’ Αυτής βοήθειαν και παρηγορίαν.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο εκλεκτός αυτός πεζογράφος της Σκιάθου γεμάτος θρησκευτικήν πίστιν και Χριστιανικήν αγάπην γράφει το ποίημα «εις την Παναγίτσα στο Πυργί», όπου εμπνευσμένος από τον ψαλμόν του Δαυΐδ ζητεί από την Παναγίαν την γαλήνην και την άνεσιν του πραγματικού πιστού:

Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κ’ η Άννα 
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμνός αντίκρυ του πελάγους,
που το χτυπούν άγρια τα κύματα
χαίρεται απ’ την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.

Χαίρεται τ’ άγριο δένδρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμνό·
χαίρετ’ ο βοσκός που φυσά τον αυλό του,
χαίρετ’ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.

Κ’ η πλάση όλη αναγαλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανιώνει η γης
σα σεμνή κόρη που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απ’ τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά·
και σαν τη στείρα γραία που γέννησε θεόπαιδο
κ’ ευφράνθη στα γεράματά της!

Δώσ’ μου κ’ εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.


***

Ο Ιωάννης Πολέμης εις το ποίημά του «στο δρόμο του θανάτου», μας περιγράφει τας τελευταίας στιγμάς του ανθρώπου ο οποίος εγκαταλείπων την μετρημένην αυτήν ζωήν της γης, βαδίζει προς την αμέτρητον ζωήν των ουρανών και ενώ ετοιμάζεται διά το μεγάλο ταξείδι βλέπει από την μίαν πλευράν τον κακόν κόσμον να ουρλιάζη υπό το βάρος της αμαρτίας και της κακίας και από την άλλην πλευράν την μητέρα του να κλαίη και τότε την ξάστερη ματιά του θολώνει δάκρυ πικρό:

Ολόσκυφτ’ ανεβαίνοντας το δρόμο του θανάτου
για μια στιγμή εσταμάτησεν Εκείνος,
όχι από το βάρος του Σταυρού του. Γήϊνος θρήνος
σαν δειλός διαβάτης έκρουσε τ’ αυτιά του
γεμάτα ουράνιους ύμνους. Τι τον δένει 
με τη ζωή της γης τη μετρημένη;
Σε αμέτρητη ζωή πηγαίνει τώρα.

Για μια στιγμή εσταμάτησε κ’ έστριψε πέρα
την όψι του ουρανόχυτη. Μια μαυροφόρα,
σαν ίσκιος, σαν δικός του ίσκιος, η Μητέρα,
θρηνολογούσε. Ολόγυρα χιλιάδες χίλιοι,
θαρρώντας πως η Νέμεσι τους είχε στείλει,
λυσσομανούσαν κι’ ούρλιαζαν, σαν σκύλοι
στο διάβα ανεμοδρόμου καβαλλάρη.

Όλη η κακία της γης τον είχε συνεπάρει
σαν χείμαρρος πλημμύρας. Τι τον δένει
με την ζωή της γης; Γιατί ανεβαίνει
στα μάτια του, θολώνοντας την ξάστερη ματιά του,
δάκρυ κρυφό, σαν να ποθή στην ώρα του θανάτου,
τη ζωή, που αφίνει, τη στερνή του ημέρα:
Ούρλιαζεν ο κόσμος, έκλαιγε η Μητέρα.


***

Εις ένα μικρό στιχούργημα «το εικονοστάσι» ο Γεώργιος Δροσίνης βλέπει ένα περιστέρι κυνηγημένο από γεράκι να ζητή καταφύγιον εις το εικονοστάσι της Παναγίας και τότε του φαίνεται ότι η όψις της Θεοτόκου προσέλαβε χαρούμενον τόνον διότι έφερεν εις την μνήμην της το άλλο εκείνο περιστέρι το οποίον της είχε φέρει το πρώτον θεϊκόν μήνυμα εις την Ναζαρέτ, την ημέραν του Ευαγγελισμού:

Κυνηγημένο από το γέρακα
φτερούγισε να ξαποστάση 
το περιστέρι το χιονόφτερο
στης Παναγιάς το εικονοστάσι.

Της Παναγιάς η όψη ρόδισε:
θυμάται εν’ άλλο περιστέρι,
που του Θεού το πρώτο μήνυμα
στη Ναζαρέτ της είχε φέρει...


***

Ο Πετιμεζάς Λαύρας εις το ποίημά του «Ικέτις Σου» προσφεύγει εις την Εκκλησούλα του βουνού και έρημος και ορφανός ζητεί να εύρη βοήθειαν και στήριγμα και εκεί πραγματικώς, ανάμεσα εις τα αγιοκέρια και τον λιβανωτόν, αισθάνεται να παρασύρεται εις άλλους κόσμους και ενώ ο εσπερινός γλυκά σημαίνει ακούει την φωνήν της Θεοτόκου, η οποία τον βεβαιώνει ότι είναι πάντοτε παρούσα πρόθυμος να συνδράμη τους προσφεύγοντας εις αυτήν:

Ικέτης σου έτρεξα, εκκλησούλα του βουνού,
με τον βαθύν αντίλαλο του εσπερινού,
κ’ είμαι ορφανός. Και ζήτησα να βρω αντιστύλι,
στ’ ασημοκαντηλιού το φως που μούχες στείλει
μακρυά καθώς παράδερνα στην ερημιά,
του κάμπου πετροκαλαμιά.

Κι’ ήρθα. Αγιοκέρια λάμπανε: λιβανωτός,
καπνές με πήρε στην αγκάλη του παντός.
Κ’ είμαι ορφανός. Μα ο εσπερινός γλυκά σημαίνει,
κι’ άκουσα μια φωνή, μυστηριακή να βγαίνη:
-Εδώ ειμ’ εγώ! των ουρανών η Πλατυτέρα,
για όλους Μητέρα.


***

Ο Βάρναλης έχει επίσης γράψει πολλούς στίχους αφιερωμένους εις την Παναγίαν, εις την γνωστήν συλλογήν του «το Φως που καίει». Εις το ποίημά του «οι πόνοι της Παναγίας», περιγράφει τον σπαραγμόν της καρδιάς της μητέρας η οποία βλέπει τον υιόν της να θυσιάζεται διά τους ανθρώπους, οι οποίοι, άδικοι και κακοί, δεν κατορθώνουν να διακρίνουν το θεϊκόν Του φως, αλλά καταδιώκουν και κακοποιούν τον Σωτήρα των. Είναι η κραυγή του πόνου της Παναγίας, η οποία βλέπει πόσον μακράν του υιού της ευρίσκονται οι άνθρωποι, πάντοτε έτοιμοι να καταφερθούν και πάλιν εναντίον του και να τον σταυρώσουν και πάλιν επί του Σταυρού:

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάζεις.
Ξαίρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι’ από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι’ αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω, την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κ’ ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ,
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...

Κι’ αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις,
θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.


***

Συγκινητικόν είναι και το ποίημα του Μιχαήλ Αργυροπούλου «στην εικόνα της Παναγίας», όπου ο ποιητής εις το πρόσωπον της Παρθένου, βλέπει την πατρίδα, το παρελθόν και το μέλλον, το σπιτάκι του και τους δικούς του, οι οποίοι σμίγουν μαζί του εις τα ξένα διά της Αγίας Εικόνος:

Σκόρπα στην καμαρούλα μου και στη ψυχή μου αιώνια
την άγια ευχή, που σκόρπισε κι’ Εκείνος πριν Σε στείλη.
Φέρνε τη δόξα του ναού, κι’ απ’ τα παλιά τα χρόνια,
κι’ άπλωνε γύρω μου το φως απ’ τ’ άσβυστο καντήλι.

Εσ’ είσαι. Συ η πατρίδα μου και Συ τα περασμένα,
τα τώρα, τα μελλούμενα, ο κόσμος όσο ζω.
Με τ’ ορφανό σπιτάκι μου με σμίγεις Συ στα ξένα,
κι’ ειν’ οι δικοί μου πλάϊ Σου και πλάϊ μου μαζί.

Δυνάμωνέ μου στέρεα την πίστη μου, άγια Εικόνα,
και δείχνε μου την πατρική και τιμημένη στράτα.
Γενού του νού μου ο λογισμός, του πόθου μου η κορώνα,
και πύργωνέ μου την καρδιά και θέριευε τα νιάτα.


***

Εις το ποίημά του «μπρος στην Παναγία» ο Απ. Μαμμέλης παρακαλεί με ταπείνωσιν την Θεομήτορα να δεχθή κι’ αυτόν «άθλιον διαβάτην « γεμάτον πίστιν και πόνον εις τον ναόν της και να τον αφήση εμπρός εις την Εικόνα της να σιγοσβήση:

Του Λυτρωτή Μητέρα, ω Παναγία,
το άφραχτο, θείο φως που συμβολίζεις
κυρίαρχη, υπερκόσμια, που γνωρίζεις
τη μυστικλη μου τρίσβαθη λατρεία

στο πάνσεπτό Σου Εγώ· Συ, που τα θεία
φωτοστάλαχτα οράματα σκορπίζεις
στους τρισκότεινους κόσμους κι’ αργυρίζεις
των δυστυχών, σα στοργική οπτασία,

τις άφεγγες αυγές, δέξου και μένα
του σκοταδιού τον άθλιο διαβάτη,
φέρνοντας μια ψυχή πόνο γεμάτη

ως πίστη με αγριολούλουδα αγνισμένα
τα δάκρυά μου κι’ άσε με σκυμένος
να σιγοσβύσω μπρος Σου... εξαϋλωμένος!


***

Ο Άγγελος Σικελιανός εις την «Παρηγορήτισσαν», απευθύνεται προς την Παρθένα μάννα, την προστάτριαν και ασπίδα του στρατού από την οποίαν ζητεί την επέμβασιν και την μεσολάβησίν της προς προστασίαν του Ελληνικού στρατού,διά να κατορθώση αφού νικήση τον εχθρόν και κάθε εμπόδιον να εισέλθη εκεί όπου λατρεύεται ο αληθινός Θεός:

Παρθένα μάννα, του στρατού σου ασπίδα,
των πρώϊμων μυγδαλιών θα ρεψ’ η ελπίδα,
στους βωμούς της Ηπείρου, οπού φλογίζουν;
Παρθένα μάννα, εσώθη το φεγγάρι,
που φώταε τη μεγάλη σου χάρη
κι’ οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν.

Σε ρημοκκλήσια, οπού μια φλόγα τρέμει
του χλωμού καντηλιού σου και οι ανέμοι
κι’ η βροχή παραδέρνουν ναν τη σβύσουν
κι’ οι λαβωμένοι, βογγούν για τα χάδια,
τα δροσοπάροχά σου, στα σκοτάδια,
μεταλαβή τους πριν να ξεψυχήσουν.

Κυρά, που δρόσο ερίχναν τα μαλλιά σου,
να κοιμηθή η σκλαβιά στην αγκαλιά σου,
οπού μπροστά σου όση είναι δάφνη στέκει
κι’ όσο λιβάνι για τα γόνατά σου
κι’ απ’ την παρηγορήτραν ομορφιά σου
παίρνει όση χάρη έχει το τουφέκι.

Που τα βαθειά Γιαννιώτικα περβόλια
μοσκοβολάν για τη δική σου ανάσα,
που τάμα σου χρυσώνανε τα βόλια,
κι’ η έρμη πολιτεία σου ετάχτη πάσα
σα νύφη και σα χήρα, οπού τη δόλια,
μοίρα της σκέπει σε καλόγριας ράσα,
άπλωσ’ τα χέρια στο χαμό κι’ ας γύρει
η χάρη σου, καθώς σε πανηγύρι,
Παντάνασσα, κι’ ας βρη το μονοπάτι,
πέρα απ’ το δρόμο, με κορμιά στρωμένο,
που περιμένει το συγυρισμένο,
για να σε πάει, στα Γιάννινα, άσπρον άτι!

Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι
ως την στερνή τόπιαμε στάλα· δράμε
εκεί, που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν.
Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε
όπου τουφέκι και λιβανιστήρι.
Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν!
Στο ναό σου, όλος να μπη ο στρατός σου, κάμε!


***

Μέ πατριωτικόν χαρακτήρα και αναφερόμενος εις τον τελευταίον πόλεμον αφιέρωσεν ποίημα εις την Παναγίαν και ο Λέων Κουκούλας με τίτλον «τη υπερμάχω στρατηγώ», όπου ικετεύει την Θεοτόκον όπως επέμβη και πάλιν, ίνα αφ’ ενός μεν τιμωρήση τον βάρβαρον εχθρόν όστις έρχεται να διαταράξη την ειρήνην του λαού και να καταστρέψη ό,τι πολυτιμώτερον και αγιώτερον έχει, και αφ’ ετέρου να οδηγήση τους γεναίους εις τον δρόμον της αρετής διά να γράψουν ένα νέο Μαραθώνα:

Πανάχραντη μητέρα του Θεανθρώπου,
που να ευλογεί το χέρι σου έχει μάθει
κι’ ευλόγησε ως και τους ανίερους όπου
του γιού σου έβαλαν στέφανο απ’ αγκάθι,

Ρήγισσα τ’ ουρανού, που είταν ειρήνης
κ’ είταν αγάπης ο ευαγγελισμός Σου,
στέρξε άλλη μια φορά οδηγός να γίνεις
και την αρματωσιά της μάχης ζώσου.

Βάρβαροι σηκωθήκανε και πάλι
το άσπιλο σκήνωμά Σου να μολέψουν,
σαν του Χοσρόη τα στίφη ήρθανε κι’ άλλοι
το τίμιο ξύλο, Δέσποινα, να κλέψουν.

Για νάναι πια ο ζευγάς δίχως χωράφι,
κι’ ο ναύτης στους γιαλούς χωρίς πυξίδα,
κι’ άδειοι να μείνουν οι ακριβοί μας τάφοι
και η Λευτεριά στη γη χωρίς πατρίδα.

Με τη ρομφαία στο χέρι το αλαφρό Σου,
που πιο πολύ του στέκει το άγιο κρίνο,
μες στην καπνιά της μάχης φανερώσου
και κάνε την ιαχή του οχτρού μας θρήνο.

Στρατολάτισσα υπέρμαχη, τα λίγα
παιδιά μας, τα γενναία και τ’ αντρόφονα,
στης αρετής το δρόμο πάντα οδήγα,
το νέο μας να γράψουν Μαραθώνα.


***

Τελειώνομεν με ένα ποίημα του πολυκλαύστου Βερίτη, ο οποίος εις το «Ελλήνων Ύμνος» χαρισμένο εις τους ηρωϊκούς πολεμιστάς μας, ευχαριστεί την οδηγήτριαν διά την νίκην, την οποίαν έδωσε εις τα Ελληνικά όπλα και, βεβαιώνων Αυτήν ότι η Ελληνική ψυχή εις οιανδήποτε καταιγίδα και αντιξοότητα υψώνεται προς Αυτήν, την παρακαλεί να ευρίσκεται πάντοτε πλησίον εις την μητέρα Ελλάδα στεφανούσα αυτήν με τον στέφανον της αμαράντου δόξης:

Μεσ’ του πολέμου τον καπνό και την ανεμοζάλη,
θερμό η ψυχή μας, Δέσποινα, τραγούδι θα σου ψάλη.
Δος να το πάρη ανάλαφρα στα μύρα της η αύρα
και να το φέρη ως τ’ άχραντα παρθενικά σου αυτιά,
κι’ από τα στήθια μας αυτά που τάχει ατσαλωμένα
της μάχης η φωτιά.
και που τα θέριεψε με μιας του δίκιου αγώνα η λαύρα,
δέξου η φωνή μας να υψωθή, Παρθένε, προς Εσένα.

Χαίρε του θείου μας Λυτρωτή Μητέρα ευλογημένη,
που με το φως Του το λαμπρό κι’ αγνό ωδηγημένοι,
κηρύξαμε τ’ αθάνατα, τρανά κι’ ωραία μηνύματα

μεσ’ στους λαούς που δέρνονταν στης απιστίας τα κύματα.
Σ’ ευχαριστούμε ολόψυχα, γλυκειά παρηγοριά μας,
και δύναμι του Γένους μας, κι’ ελπίδα και χαρά,
που ως είδες τα όρνια κι’ άπλωσαν τα μαύρα τους φτερά
και χύμηξαν μ’ άγριους κρωγμούς, της μαύρης ώρας γένες,
στο αίμα να πνίξουν την τιμή και την ελευθεριά μας,
εσύ Μητέρα, που ποτέ δεν έμεινες μακρυά μας,
χίλιες δυνάμεις μέσα μας ανάστησες κρυμένες.
Με το γλυκό σου τ’ όραμα χυθήκαμε στη μάχη,
ανίκητη, απροσμάχητη, πανίσχυρη Κυρά,
και μας εχάρισες εσύ τετράδιπλα φτερά,
για να διαβαίνουμε γοργοί· κι’ ούτε κορφή, ούτε ράχη,
κι’ ούτε άγρια, χιονοσκέπαστα, πανύψηλα βουνά,
δεν μπόρεσαν μηδέ στιγμή να κόψουν την ορμή μας.
Η Χάρι σου, Οδηγήτρα μας, στα βάθη μας περνά,
και χύνει φλόγα στην ψυχή κι’ ατσάλι στο κορμί μας.
Με το γλυκό σου τ’ όραμα, Παντάνασσα, αναστήσαμε
των Περσομάχων τις ψυχές και των Αβαρομάχων,
τις δάφνες των Θερμοπυλών, τα κλέη των Νικηφόρων,
του Βυζαντίου την πίστη.
Και την στιγμή που ακράτητοι για τον αγώνα ωρμήσαμε,
και με λαχτάρα εψάλαμε τον ύμνο «τη Υπερμάχω»,
μαζύ μας έσμιξαν σεπτών φωνές αυτοκρατόρων,
πούχαν εσένα πρόμαχο κι’ είχαν εσένα ρύστη.

Με το γλυκό σου τ’ όραμα, Παντάνασσα χαρίσαμε
στη δοξασμένη μας φυλή μιαν άλλην Άγια Λαύρα,
και της σκλαβιάς τα σύννεφα τα σκοτεινά και μαύρα,
που σέρνονταν βαρειά στη γη κι’ εθόλωναν τ’ αστέρια,
εμείς δαυλόν ανάβοντας, Παρθένε, τα σκορπίσαμε
-δαυλό θυσίας και λυτρωμού. Και σφίγγοντας στα χέρια
ό,τι ακριβόν απόμεινε κι’ αμόλυντον στη γη,
πετάμε προς του ιδανικού τα φωτεινά λημέρια,
που κάποια λάμψη απόκοσμη τα πορφυροχρυσώνει,
για να χαρούμε πρώτοι εμείς την άγια χαραυγή
της Πίστης και της λευτεριάς που γλυκοξημερώνει.

Ω χαίρε, χαίρε, αθάνατη Παρθένα και Μητέρα!
Μεσ’ στου πολέμου την οργή και μεσ’ στην καταιγίδα,
σε σένα υψώνεται η ψυχή κι’ ο νους μας νύχτα-μέρα.
Ω θεία του Γένους και γλυκειά παρηγοριά κι’ ελπίδα,
για την απάντεχη χαρά, για την τιμή την τόση,
για την ουράνια δύναμι, που Εσύ μας έχεις δώσει,
όσο θα ζη η Ελλάδα μας, Μητέρα τρισμεγάλη,
τη δόξα σου θα ψάλη!


***

Θα ηδύνατο να προσθέση κανείς και πολλά άλλα ποιήματα. Ο Παλαμάς, ο Πορφύρας, ο Παπαντωνίου, ο Προβελέγγιος, ο Μαλακάσης, ο Δελής, ο Αργυρόπουλος, ο Ζερβός, ο Σπεράντζας, ο Δούρας, ο Πετρίδης, ο Μαμμέλης, ο Μοσχονάς, ο Στρατήγης, ο Αθάνας κ.ά. έχουν όλοι γράψει στίχους με θέμα την Παναγίαν. Όπως ο Ελληνικός λαός και η Ελληνική ψυχή, τοιουτοτρόπως και οι Έλληνες ποιηταί εις κάθε βαθύ αίσθημα, εις κάθε σημαντικήν περίστασιν της ζωής των στρέφονται προς την Παναγίαν, εις ώρα πόνου ή χαράς, θλίψεως ή ευτυχίας και απ’ αυτήν ζητούν παρηγορίαν ή δύναμιν, προστασίαν και σκέπην δι’ αυτούς ως άτομα, δια την αγαπητήν πατρίδα, διά την ανθρωπότητα όλην.
________________________________

Σημειώσεις

1.- Γ.Ζώρα: «Η Παναγία και η συλλογή Άνθη Ευλαβείας», Ελληνική Δημιουργία, 15 Αυγούστου 1949.
2.- Περί της συλλογής βλ. «Άνθη Ευλαβείας εις την μετάστασιν της Θεομήτορος Μαρίας», Ανατύπωσις από την έκδοσιν του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου Βενετίας ΑΨΗ. Πρόλογος Γ. Βλαχογιάννη –Επιμέλεια, σημειώσεις κ.τ.λ. Αγγέλου Ν. Παπακώστα, Μεταφρ. από ιταλικά Θ.Νόβα.- Αθήναι 1950.
3. – Κ. Δημαρά: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Α’ σ. 111-113
4.- Βλ. Γ. Ζώρα: «Η Παναγία και η συλλογή Άνθη Ευλαβείας», ενθ. αν.
5.- Κ. Καιροφύλα: «Ο άγνωστος Σολωμός».

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟ

$
0
0
[Η έναστρη νύχτα, έργο Βαν Γκογκ]
Μέσα στὸ βαθὺ Μυστήριο τῆς Νύχτας μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ προσεγγίσει τὴν ψυχή του καλύτερα καὶ, μὲ γνώμονα πάντοτε τὴν ἐφημερία του στὸν κόσμο ἐτοῦτο, νὰ πασχίσει νὰ ἐμβιώσει καλύτερα τὸν Κυριακὸ λόγο: «τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» ( Μτθ 16, 26. ). Γιατὶ ἡ Νύχτα ὑφαίνει μὲ τὴν σιωπή της καὶ τὴν μυστηριώδη παρουσία της ἕνα χιτῶνα περιφρούρησης τοῦ εἶναι, καθὼς θεραπεύει τὶς πληγὲς τῆς κάθε μέρας καὶ παράλληλα σταλάζει τὴν καρδιά, μὲ τὸ βάλσαμο τῆς προσευχῆς, τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογητή τρυφερότητά Του. Κ’ εἶναι βέβαιο πὼς ὁ κάθε σώφρων καὶ ἰσορροπημένος ἄνθρωπος ποὺ δέχεται τὶς  πληγὲς, ἔχει τὴν ἀνἀγκη νὰ δεχτεῖ τοὺς ἐπιδέσμους τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μπορέσει ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια του στὸ αὔριο ποὺ θὰ ξημερώσει.
Ὡστόσο ἐκεῖνο ποὺ προσφέρει δαψιλῶς ἡ Νύχτα εἶναι τὸ θεϊκὸ δώρημα τοῦ στοχασμοῦ, ἀφοῦ ἕνα ἀπὸ τὰ πολύτιμα ἀγαθὰ ποὺ ἡ σιωπηλή παρουσία της κομίζει στὸν ἄνθρωπο εἶναι καὶ ἡ φωτεινὴ ἔρευνα τῆς ψυχῆς μέσα στὴν ἡσυχία ποὺ ἁπλώνει τὸ σκοταδι. Τότε εἶναι ποὺ καταπαύουν τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, τότε εἶναι ποὺ ἀνοίγει ἡ ψυχὴ τὶς πύλες της καὶ εἰσοδεύει ὁ στοχασμός, ἡ περιούσια δηλαδὴ ὥρα τῆς τακτοποίησης τῶν ὅσων ἡ μέρα συσσώρευσε στὰ ἐρμάρια τοῦ εἶναι. Κ’ εἶναι ἐτοῦτα τόσα πολλά... Πολλὰ καὶ μάλιστα, κάποια ἐξ αὐτῶν -μπορεῖ καὶ τὰ περισσότερα- ἐντελῶς ἄχρηστα, ἐπουσιώδη, περιττά. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται ἡ ἡσυχία τῆς Νύχτας, ὥστε νὰ ξεχωριστοῦν τὰ σκουπίδια, νὰ καθαρίσει ἡ ψυχή, νὰ συγυριστεῖ, νὰ καταφέρει νὰ ἐπεξεργαστεῖ ὅλα τὰ χρήσιμα ποὺ ἔλαβε καὶ μὲ τὸ στοχασμὸ νὰ τὰ μεταποιήσει σὲ κανόνα βίου, ἔντιμου καὶ θεοφεγγοῦς βίου.
Καθὼς οἱ θερινὲς οἱ νύχτες, ποὺ διερχόμαστε,  παρέχουν μὲ κάθε ἄνεση τὸ δικαίωμα στὴν κάθε ψυχή, ποὺ ζεῖ τὸν καιρὸ τῶν διακοπῶν της,  νὰ βρεῖ  τὸν δικό της «ἔρημο τόπο»(Λκ. 4, 42 ), ὥστε νὰ κατορθώσει νὰ ἀπολεπιστεῖ ἀπὸ τὰ περιττὰ καὶ ἄχρηστα ποὺ μῆνες καὶ μῆνες συλλέγει, εἶναι, πιστεύω, μεγάλο αὐτὸ τὸ προνόμιο ποὺ πάρεχει ὁ Δημιουργός. Γιατὶ ἐκεῖ ποὺ θὰ σκορπίζεται ὁ νοῦς καὶ τὸ εἶναι σὲ νυχτερινὲς εὐωχίες καὶ ἄστατες περιπέτειες,  στὶς ὁποῖες πλὴν τῶν νέων συναριθμοῦνται καὶ ἀρκετοὶ ἐνήλικες, εὐκαιρία εἶναι νὰ ξαποστάσει ὁ ἄνθρωπος τὴν κουρασμένη καὶ ἀγχωμένη ψυχή του, παραδίδοντάς την μέσα στὴ θεϊκὴ σιωπὴ τῆς νύχτας, στὰ χέρια τοῦ στοχασμοῦ, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀνάσας τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴ μυρωμένη κι ἥσυχη θάλασσα ἤ τὴ ζείδωρη ὀρεινὴ ὁμορφιά μὲ τὰ βαθύσκια καὶ περήφανα ἀρχαῖα δέντρα της. Εἶναι πιστεύω ἐκεῖνες οἱ στιγμὲς τῆς ἀγραυλίας του, οἱ πλέον θεραπευτικές, γνήσιες καὶ ἐξαπαντος γεμᾶτες ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. 

Ἰούλιος- Αὔγουστος 2014

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ

$
0
0
Π. Β. Πάσχος, η-Γιώργης καὶ ὁ Γιώργης, Νέες καὶ παλιὲς περίεργες ἱστορίες, ἐκδ. Παρρησία, Ἀθήνα 2014, σ.σ. 114.

Ὁμολογῶ πὼς κάθε φορὰ ποὺ θὰ λάβω νέο βιβλιο τοῦ σεβαστοῦ μου Δασκάλου καὶ ἑνὸς ἐκ τῶν κορυφαίων λογίων μας, τοῦ Π. Β. Πάσχου συγκινοῦμαι,  γιατὶ γνωρίζω πολὺ καλὰ ὅτι αὐτὸς ὁ σεμνὸς λόγιος καὶ σοφός, κάθε φορὰ ποὺ θὰ γράψει κάτι, θὰ καταθέσει, μὲ ὅλη του τὴν ἱερότητα καὶ τὸ σεβασμὸ ποὺ ἐμφορεῖται  ὁ λόγος του, τὴν ἴδια του τὴν ψυχή. Μιὰ ψυχὴ γεμάτη Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλλαδα. Δυὸ μεγάλες ἀγάπες τοῦ Π. ποὺ τὶς τίμησε καὶ τιμᾶ ὅσο ἐλάχιστοι σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο. Καὶ δὲν εἶναι σχῆμα λόγου ἤ κολακεῖες αὐτὰ ποὺ κατατίθενται ἐδῶ, μὰ διαπιστώσεις ἑνὸς ἀναγνώστη του, ποὺ ἀπὸ τὸ 1970 ἴσαμε σήμερα ἔχει παρακολουθήσει ὅλη τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ σ. κι ἔχει ὠφεληθεῖ τὰ μέγιστα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν εὐγνωμονεῖ δημόσια, ἀλλὰ καὶ συγκινεῖται ποὺ κρατεῖ τὸ νέο του βιβλίο μὲ διήγηματα, κατανυκτικὰ (ἀγαπημένα στὸν σ.) ἀσκητικὰ κείμενα καὶ μὲ ἐπίμετρο ἕνα κήρυγμά του, γραμμένο ἐδῶ καὶ ἑξῆντα χρόνια καὶ εἰπωμένο ἀπό τὸν Ρ/Σ τοῦ Βόλου γιὰ τὴν θρησκευτική ἐκπομπή του.
Ἀπὸ δῶ λοιπόν, θὰ ἤθελα ν᾿ ἀρχίσω, κι ἄς θεωρηθεῖ ὅτι πάω ἀνάποδα. Κι ἀρχίζω ἀπὸ δῶ, γιατὶ ξέρω πὼς αὐτὲς οἱ σελίδες, τὰ προανακρούσματα τοῦ κορυφαίου του βιβλιου «Ἔρως Ὀρθοδοξίας», ἔχουν τόση ἀξία, ὅση καὶ τὰ παλιὰ ἀντικέιμενα: ἔτερψαν γενιὲς καὶ γενιὲς πιστῶν, δίδαξαν, νουθέτησαν καὶ συνέδραμαν ψυχοῦλες τοῦ Θεοῦ, ποὺ ζητοῦσαν γνήσιο λόγο, εἰλικρινῆ, ἔνθεο καὶ φωτεινό. Γιατὶ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπου περίσευε ἡ ἀκατάσχετος ἀδολεσχία , κατὰ τὸν πολύν Εὐγένιο Βούλγαρη λόγια ὅπως τὰ παρακάτω, στάλαζαν στὶς ψυχὲς γλυκασμό καὶ παραμυθία: «Μποροῦμε ὅλοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ πάρουμε τὸ δίδαγμα ποὺ δίνει, στὴν κοινωνία μας, ὁ πίνακας αὐτός [τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ].  Ὄχι σὰν μιὰ ξερὴ καὶ κρύα ζωγραφιά. Ἀλλὰ σὰν ἔνα μίλημα ζεστὸ μες᾿ στὴν καρδιά!  Ὅλοι μας κουβαλοῦμε ἕνα ἄρρωστο στὴν πλάτη μας. Ἄν ὄχι τὸν ἑαυτό μας, ἕνα γνωστό μας, ἕνα φίλο μας. Εἴτε στὸ σῶμα, εἴτε στὴν ψυχή. Καὶ δὲν θὰ βροῦμε γιατρειά, παρὰ μονάχα ἄν μὲ πίστη θὰ προστρέξουμε νὰ φέρουμε καὶ νὰ βάλουμε τὸν ἄρρωστο στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ» (σσ. 109-110). Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν, ἄν στὸ μέλλον θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ διαβάσουμε καὶ ἄλλες τέτοιες σελίδες, ποὺ ἐξηγοῦν μὲ πίστη, ἁπλότητα καὶ προσοχὴ Εὐαγγελικὲς ἤ Ἀποστολικὲς περικοπές.
Ὅμως καὶ οἱ ἄλλες δυὸ ἑνότητες ἔχουν μεγάλο ἐνδιαφέρον.
Ἡ πρώτη ποὺ φέρει τὸν ποιητικὸ τίτλο, «Στὶς ἄκρες τοῦ κόσμου» (σσ. 11-78) φιλοξενεῖ ὀχτὼ διηγήματα, γραμμένα μὲ τέχνη καὶ μὲ τὴ δεινότητα ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Π. Γιατὶ εἶναι παλιὸς μάστορας τοῦ λόγου ὁ σ. καὶ ξέρει νὰ χτίζει τὶς λέξεις του, ὅπως ὁ καλὸς ὁ μάστορας τὰ λιθάρια, ὥστε νὰ φανεῖ να κτίσμα ὑπέροχο. «Εἶναι ἀπὸ τὶς νύχτες ποὺ δέν μπορεῖς νὰ ξεχάσεις, ὅσο κι ἄν προσπαθήσεις. Ἡ Τρίτη πάντοτε ἔχει κάτι ἀπὸ τὴ γεύση τῆς ἀποφράδας, ἀλλὰ τούτη ἐδῶ, στὸ ἔβγα σχεδὸν τοῦ Μάρτη, φορτώθηκε μὲ γεγονότα ποὺ σοῦ χαράζουν ὄχι μονάχα τὸ κορμί, μὰ καὶ τὴ σαρκα τῆς ψυχῆς» (σ. 67).
Μνῆμες καὶ γεγονότα ποὺ γίνονται σελίδες αὐτοβιογραφίας τοῦ σ. διατρέχουν τὶς ἑξηνταεφτὰ σελίδες τῶν διηγημάτων. Κι ἐδῶ θὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ὑπογραμμίσω καὶ κάτι.
Πρὶν λίγο καιρὸ ἐκοιμήθη ὁ Μητροπολίτης Γρεβενῶν Σέργιος, παλιὸς μαθητὴς τοῦ Πάσχου, ἐδῶ καὶ ἑξηντατρία χρόνια στὸ Ἀνώτερο Κατηχητικό (σ. 61). ραγε, πόσοι γνωρίζουν τὸ περιστατικὸ μὲ τὸ «λοζώντανο θαῦμα» (σσ. 60-66), ποὺ ἔζησε κάποτε καὶ ποὺ μὲ περισσὴ εὐλάβεια καταθέτει ὁ Π. λὲς καὶ ἤθελε νὰ παρουσιάσει, παράλληλα μὲ τὸ θαῦμα, καὶ ἄγνωστες πτυχὲς τοῦ ψυχισμοῦ τοῦ  μακαριστοῦ Ἐπισκόπου;
Δὲν θέλω νὰ πῶ τίποτε γιὰ τὴν ἑνότητα Ἁγία καὶ ἀγρία ἔρημος (σσ. 81-106), ὅπου σὲ τρεῖς ἐκτενεῖς διηγήσεις παρουσιάζονται ἀσκητικὰ παλάισματα καὶ μαστύρια ἁγίων ψυχῶν. Ὁ Π. χρόνια καὶ χρόνια μᾶς τροφοδοτεῖ μὲ τέτοιες ψυχωφέλιμες σελίδες, στὶς ὀποῖες βρίσκει καταφυγὴ καὶ συνδρομὴ ὁ κάθε δοκιμαζόμενος ἄνθρωπος. Καὶ μάλιστα τοῦ καιροῦ μας. Ἄς σκύψει, λοιπόν, ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος στὶς παραπάνω σελίδες καὶ νἄναι σίγουρος πὼς δὲν θὰ χάσει.

Τῆς Μεταμορφώσεως 2014

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ: ΓΛΥΚΑΣΜΟΣ (ποίημα)

$
0
0


Κατεβάζω μὲ ἀκόρεστη λαχτάρα
ἐπάλληλες εἰκόνες Σου ἀπὸ τὸ διαδίκτυο.
Καὶ ἄλλη! Καὶ ἄλλη! Κι ἀκόμα μιά!
Ζαλίζομαι!
Μεθῶ μέθην νηφάλιον!
Εἰδὴ φωτὸς ὑπερτέρα
σὲ βάθος λευκὸ ἀθωνικὸ χιονοφεγγόφωτο,
καὶ σὲ γαλάζιο αἰγαιοπελαγίτικο.
Θεομητορικὴ εὐπρέπεια περίσεμνος
σὲ ξέφωτα πυκνῶν δασῶν
τῆς ἑλληνοπρεποῦς Μακεδονίας.
Μητέρων ὡραιότης περίδοξος
σὲ πέτρες ἀκρότομες θεσσαλικῶν ὀρέων.
Παρθενικὴ μοσχοβολιὰ
τριῶν ἀστέρων ὑπερλάμπρων
καθάριου αὐγουστιάτικου οὐρανοῦ.
Στίλβουσα χρυσοκονδυλιὰ
πολύπτυχης θεοβραβεύτου ἀρετῆς,
ἐν κροσσωτοῖς ἔργων ἡλιοσταλάκτων
κι ἐλπιδοχλώρων ἀπειράριθμων θαυμάτων.
Πόνος ἐγκαυστικὰ τυπωμένος
σὲ μάτια πάμφλογης ἀγάπης
διμάρτυρης ἐξωκκλησιᾶς τῆς Κρήτης.
Σιωπὴ ἱερᾶς καὶ παναιδήμονος καταστολῆς
μεταστασίμου, τῆς βροντῆς ἐκκωφαντικότερη.
Παραμυθία μ’ ἄρωμα φρέσκιας μαντζουράνας,
σγουροῦ βασιλικοῦ καὶ ἀμπερόριζας.
Γλυκασμὸς μέλιτος γλυκίων
γιὰ φαρμακωμένες ψυχὲς πιστευόντων,
ἐν μέσῳ πικροῦ κλύδωνος
κρίσεως κραταιᾶς, ἀνθρωποκτόνου.

[Πειραιεύς, 9-8-2014]

Για τη ζωγράφο Μαρία Ρουσέα

$
0
0



Η τέχνη της εαρινής και αγαπημένης φίλης Μαρίας Ρουσέα παραμένει ολοζωής βίωμα του «μικρού» και «μέγα» τόπου της και του καιρού της. 

Στοιχειώνει μια ποιητική εικόνα παράτολμη, άφθαρτη και ονειρική. 

Όπου, 
ανασαίνει με τα παρθενικά ερωτικά στοιχεία ενός απομακρυσμένου κόσμου. 

Ας είναι η «αποχαιρετιστήρια» αυτή έκθεσή σας, ενδιάμεσος σταθμός μιας διάφωτης καλλιτεχνικής πορείας η οποία ούτως ή άλλως δεν τελειώνει πουθενά. 

 Σας αγαπάμε. 

 Τάκης Κεφαλληνός

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ…

$
0
0
Στὸν ἐξαίρετο Ἄνθρωπο καὶ Γιατρό, Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἀπὸ τὸ Κλμα,  εὐχετήριο γιὰ τὰ ἐπικείμενα ὀνομαστήριά του


«Εσαι σπρο λληνικρημοκκλήσι δαρμένο
πτν ντηλιά. Γύρω-γύρω μπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές κακάπου κάπου μοναχικ
κακάποια λιά. Χρυσοφρυγανισμένα τχορτάρια
χνίζουνε, χυρο πιά· κι’ ντς γι’ γγέλους, ττζιτζίκια,
σοκανοναρχονε τκάθε πομεσήμερο ως ργ
μτδικό τους τρόπο τν ΠαρακλητικΚανόνα».
Τ.Κ. Παπατσώνης

Δεκαπενταύγουστο λοιπόν, καὶ μέσα μου λυγίζουν ξανὰ μνῆμες καὶ εἰκόνες, ἀνάμικτες μὲ εὐωδιές, ποὺ ἀνόθευτες, ἀπείραχτες καὶ πάντα συγκινητικὲς ἔχουν σταθεῖ σὲ περίοπτη θέση τῆς καρδιᾶς. Μαζὶ μ᾿ αὐτὲς καὶ τὰ πρόσωπα. Τὰ πρόσωπα, ποὺ ἀσφαλῶς δίχως αὐτά,  μήτε ὁ χῶρος, μήτε ὁ χρόνος μποροῦν νὰ σταθοῦν μέσα σου: θέλουν, βλέπεις, τὶς  βακτηρίες τους.
Τὶς μέρες αὐτές, λοιπόν, τὸ χωριὸ εὐωδίαζε ἀπὸ τὸ λιασμένο καὶ ψημένο δαμάσκηνο. Μιὰ γλυκειὰ μοσχοβολιὰ ἀνέβαινε ἀπὸ τοὺς φούρνους ποὺ τὸ ψήνανε, ἀνάμικτη εὐωδιὰ μὲ τὸ ρετσίνι τοῦ πεύκου.
Ὅμως καὶ τὰ σπίτια εὐωδιάζανε τὶς μέρες τῆς νηστείας, καθὼς μὲ αὐστηρότητα τὴν διακρατοῦσαν οἱ παλιοὶ καὶ περιμένανε τοῦ Σωτῆρος νὰ γευτοῦν τὸ ψάρι καὶ τῆς Παναϊᾶς τὸ καλὸ τὸ φαΐ. Καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες μὲ κύριο ἔδεσμα βραστὸ κολοκύθι, στὸ ὁποῖο πρόσθεταν γιὰ εὐωδία καὶ νοστιμιά τρυφερὲς κορυφὲς ἀπό μάραθο, ἀλλὰ καὶ καλαμάρια τηγανιτά, ποὺ ἀφθονοῦσαν τότε. Φυσικὰ δὲ λείπανε καὶ οἱ εὐωδιαστὲς ντομάτες ἀπό τοὺς κήπους στὸ Ρέμα ἤ ἀπό τὸν όνομαστὸ κῆπο τοῦ μπάρμπα Ἀνάργυρου στοῦ «Κώστα».
Τοῦ Σωτῆρος, στὶς 6 Αὐγούστου δηλαδή, ποὺ καταλύανε ψάρι, τὴν πρώτη θέση εἶχαν στὸ τραπέζι οἱ τηγανιτές ἤ βραστὲς ζαργάνες. Μέχρι νἄρθει ἡ Γιορτή, ὁ φωτεινὸς Δεκαπενταύγουστος, γιὰ μοσχοβολήσει τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ κρέας καπαμᾶ, νὰ τιμηθεῖ ἡ ἡμέρα καὶ νὰ χαρεῖ ἐκεῖνος ὁ παιδεμένος κόσμος. Γιατὶ ἡ περίοδος ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ φορτωμένη κι ἔπρεπε νὰ ἐκμεταλλευτοῦν τὶς μέρες καὶ τὰ μαξούλια. Μαξούλια ποὺ φέρνανε τὴ δραχμὴ στὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸ χειμώνα. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ χωριὸ μοσχοβολοῦσε λιαστὸ καὶ ψημένο δαμάσκηνο, στὰ μπαλκόνια καὶ στὶς πεζοῦλες λιάζονταν ὁ ἄλλος καρπός: τὸ ἀμύγδαλο, ποὺ ἦταν στὸ χαβᾶ του. Κι ὕστερα στὶς «λιάστρες» τὰ σῦκα, τὰ παστάλια, ὅπως τἄλεγε ἡ γιαγιά μου, ἄσπρα καὶ μαῦρα σῦκα, τοποθετημένα πάνω σὲ σπαρτίνες ποὺ τὶς κόβανε τὸν Ἰούνιο καὶ τὶς πατοῦσαν μὲ πέτρες ὥστε νὰ ἰσιάσουν, νὰ γίνουν τὸ δυνατὸ ἐπίπεδες, ὥστε νὰ δεχτοῦν τοὺς καρποὺς ποὺ ἦταν γιὰ λιάσιμο. Μάλιστα, τὰ μισοφαγωμένα ἀπὸ τὰ πουλιὰ ἤ τὰ ζούζουλα σῦκα κι ἐκεῖνα τὰ μάζευαν, τὰ λιάζανε ξεχωριστὰ καὶ τὰ εἶχαν γιὰ τροφὴ τῶν ζώων (μουλαριῶν καὶ γαϊδουριῶν) τὸ χειμώνα. Μὲ λίγα λόγια τίποτε δὲν πήγαινε χαμένο.
Μόνο ποὺ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀπομένουν πιὰ μιὰ περασμένη πραγματικότητα, ὡστόσο ποτὲ ξεπερασμένη...
Δεκαπενταύγουστος... Δροσερὴ ἡ παλιά μας ἐκκλησιά, μὲ τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη νὰ κελαϊδάει τὸ «Πεποικιλμένη»  καὶ τὸ «Αἱ γενεαὶ αἱ πᾶσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον...» Κι ὕστερα τὸ κέρασμα μὲ τὸ γλυκὸ τὸ βύσινο καὶ τὸ δροσερὸ νερὸ ἀπό τὴ βρύση στὸ πλάτανο... Κι ἀπὸ τὴν ἀντικρυνὴ τὴ Γλώσσα, ποὺ πανηγύριζε τὴ μέρα αὐτή, οἱ ἀσίγαστες γιορταστικὲς καμπάνες νὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ αἰσιοδοξία, κατάνυξη καὶ εὐλογία. Ποὺ μέχρι σήμερα τὴν κρατοῦμε μέσα μας, φυλαχτὸ πολυτιμότατο, ποὺ δὲν ἐξαργυρώνεται μὲ τίποτε.

Δεκαπενταύγουστο 2014


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΛΠΕΩΝ RICHARD STRAUSS / ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ / ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ / ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

$
0
0
Αρμονίη αφανής φανερής κρείττων
Ηράκλειτος

Είναι κρίμα που οι ερειπιώνες των εργοστασίων επί της οδού Πειραιώς αντικατέστησαν το  Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Αλλά έτσι αποφάσισαν οι «άρχοντες» του τόπου. Ένα Ωδείο στην αγκαλιά του Ιερού βράχου της Ακροπόλεως, χώρος που λατρεύτηκε και δέχτηκε στις κερκίδες του γενιές Ελλήνων και ξένων, από τότε που άνοιξε ξανά τις πύλες του και όλοι προσδοκούσαν σε μία  αέναη  μυσταγωγία.
Αλήθεια,  ποιοι λαοί, αν είχαν ένα Ηρώδειο, θα αναζητούσαν αποθήκες για να υποδεχτούν τους ξένους τους, τους εγχώριους λάτρεις της τέχνης και τους νέους μύστες της; Ίσως το Φεστιβάλ της Επιδαύρου θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί και να αναζητήσει κάποια εγκαταλειμμένη στάνη εκεί στην Αργολίδα για να ανεβάζει τις αθάνατες αρχαίες τραγωδίες και να ακούγεται εκεί ο Έλληνας Λόγος των Ποιητών μας και όχι να σέρνουν  τον κόσμο στο αριστούργημα του Πολύκλειτου.   
Γιατί τα θυμόμαστε τώρα όλα αυτά που τελείωσε το Φεστιβάλ, αφού είχαμε γράψει και παλαιότερα ότι οι ερειπιώνες της οδού Πειραιώς είναι ίσως κατάλληλοι για πειραματικές μορφές τέχνης, όχι όμως αντάξιοι ενός Φεστιβάλ Αθηνών που διεκδικεί παγκόσμια ακτινοβολία και διεθνή προβολή. Την αφορμή μάς έδωσε η υποβάθμιση της κλασικής μουσικής που ακούστηκε και φέτος με το σταγονόμετρο και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών που της παραχωρήθηκε μία και μόνη συναυλία, αν και το Ηρώδειο θα έπρεπε να είναι το σπίτι της. Φαίνεται ότι η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών διώκεται πανταχόθεν· είναι ακόμα πρόσφατος ο ανάρμοστος τρόπος με τον οποίο αποπέμφθηκε ο Διευθυντής της, ο -κατά γενική παραδοχή- άξιος της θέσης που κατείχε.


Με μια μεγαλειώδη συναυλία έργων Mozart,Συμφωνία σε ντο μείζονα αρ. 41. «Του Διός», KV 551και Strauss, Συμφωνία των Άλπεων, έργο 64,για την οποία θα μιλήσουμε, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τίμησε τα 150 χρόνια από τη γέννηση RichardStraus, υπό την μπαγκέτα του πρώην διευθυντής της Βασίλη Χριστόπουλου, με τη σύμπραξη της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, της οποίας ο Χριστόπουλος είναι κορυφαίος Αρχιμουσικός από το 2005.
Ένα Συμφωνικό Ποίημα επικών διαστάσεων είναι η «Συμφωνία των Άλπεων» του RichardStraussκαι με  ποιητική  διάθεση την διηύθυνε ο Αρχιμουσικός, που, με την εκπληκτική ανταπόκριση των  δύο Ορχηστρών του, πρόσφερε για μια ακόμα φορά, μία ερμηνεία  υψηλής αισθητικής ποιότητας και ομορφιάς.
Ο RichardStrauss (1864-1949), Γερμανός συνθέτης και Διευθυντής Ορχήστρας, προέρχεται από μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του FranzStraussήταν το πρώτο Κόρνο της Βαυαρικής  Ορχήστρας της αυλής και σ’ αυτόν ο Wagner(1813-1883) είχε εμπιστευτεί ένα σημαντικό σόλο στην πρεμιέρα του έργου του Τριστάνος και Ιζόλδη. Ο RichardStraussγεννήθηκε στο Μόναχο στις 11 Ιουνίου του 1864 και ήταν ένα χαρισματικό παιδί που συνέθεσε στα έξη του χρόνια μία πόλκα (PolkainCmajor). Γνώρισε την επιτυχία νωρίς, αφού στα είκοσι χρόνια του η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης παίζει την Πρώτη Συμφωνίατου, ένα Κοντσέρτο για Βιολίκαι την Δεύτερη Συμφωνίατου. Η Σερενάτα του προσελκύει το ενδιαφέρον του μεγάλου αρχιμουσικού HansvonBulow,ο οποίος έκτοτε τον έχει υπό την προστασία του και όταν χρειάστηκε να αφήσει για ένα χρόνο την Ορχήστρα του στο Meiningenτην εμπιστεύτηκε στον μόλις είκοσι ενός ετών  Strauss. Μαζί με τον Mahler(1860-1911) με τέσσερα χρόνια διαφορά ο ένας από τον άλλον, εκπροσωπούν την τελευταία άνθιση του Γερμανικού ρομαντισμού και ο ίδιος, κατά ένα μέρος, τον πρώιμο μοντερνισμό. Ο Straussδέχτηκε επιρροές και κέρδισε από την αισθητική του Wagnerκαι του Liszt(1811-1866) ο οποίος πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο «Συμφωνικό Ποίημα»  για μια σειρά δέκα τριών ορχηστρικών του έργων. Ο Strauss όμως άνοιξε νέους, δικούς του δρόμους και προσέδωσε στα έργα του λόγια και φιλοσοφική διάσταση. Γράφει μια σειρά από Συμφωνικά Ποιήματαπου τον κάνουν αμέσως γνωστό στο μουσικό κόσμο και τον φέρουν στη πρώτη γραμμή συνθετών και διευθυντών ορχήστρας, ώστε στα τέλη του 19ουαιώνα αναλαμβάνει τα ηνία της  διάσημης Ορχήστρας BerlinerPhilharmonikerγια δώδεκα χρόνια.  Ανάμεσα στις όπερές του αναφέρουμε τις, Τάδε έφη Ζαρατούστρας, Δον Ζουν, Σαλώμη, ο Ιππότης με το ρόδο.Επίσης έγραψε Συμφωνίες, Σονάτες για πιάνο, για  βιολί, για βιολοντσέλο, Κοντσέρτα,  Liederκαι Choral.
Η Συμφωνία των Άλπεωνγράφτηκε το 1915, αν και τα αρχικά σχέδιά της ανιχνεύονται το 1899, όταν ο Συνθέτης θέλησε να γράψει κάτι στη μνήμη του Ελβετού ζωγράφου KarlStanffer-Bern, με τίτλο Η τραγωδία ενόςκαλλιτέχνη.Είναι από τις μεγαλύτερες συμφωνίες και απαιτεί κολοσσιαίων διαστάσεων ορχήστρα, εκατόν είκοσι  πέντε τον αριθμό. Η Συμφωνία των Άλπεωνμέσα σε είκοσι δύο επεισόδια  αφηγείται  την εμπειρία μιας ομάδας ορειβατών που σκαρφαλώνει στο αλπικό βουνό από την Ανατολή του Ηλίου ώς το Δείλι. Κατά την διάρκεια της ανόδου η συνέργεια της φύσης ανατροφοδοτεί με τις ομορφιές της τη μεταφυσική υπόσταση των όντων. Ένας κόμβος αλληλουχιών θα αντιπαλέψει τις μεγάλες δυσκολίες. Τα σολιστικά μέρη των Ξύλινων Πνευστών, Ελλήνων και Γερμανών, εξαίσια καθώς και αυτά των Χάλκινων που θα μαντέψουν τα θρυλούμενα των λιβαδιών, των βράχων, των βουνών και των δένδρων για να εμφυσήσουν αντοχή  στην υπεροχή και υπέροχα πλασμένη και ερμηνευμένη  καταιγίδα. Η ανάβαση στην κορυφή θα γίνει βήμα, βήμα για να αναδείξει ο Αρχιμουσικός τόσο τις δεξιότητες και τις ποιότητες της ενορχήστρωσης όσο και των δύο Ορχηστρών του που μιλούν για τα μυστήρια της φύσης, τα κεκρυμμένα, θαυμαστά, στο σύμπαν του Συμφωνικού Ποιήματος του Strauss. Πάθος και αισθαντικότητα, προσωπικά βιώματα, του συνθέτη θα αναδυθούν μέσα από τη μελωδία. Το άγγιγμα της κορυφής ξετυλίγει την αιωνιότητα, αποκαλύπτει  το μεγαλείο της φύσης, το είναι. Και, σαν εκείνο, το άγγιγμα στα πέρατα της ψυχής,  οδηγεί στην απελευθέρωση, στον  εξαγνισμό.


Ιδανικός ερμηνευτής ο Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, ανέδειξε με τις δύο Ορχήστρες του το μέγεθος του πλούτου της συμφωνίας, την αρμονία αντιθέτων εντάσεων και έφερε στο φως το λόγο του Straussότι η μελωδία είναι το μεγαλύτερο από τα θεϊκά δώρα και εμείς θα προσθέταμε και το καλύτερο μέσο  έκφρασης υψηλών διανοημάτων και συνταρακτικών συναισθημάτων.



π. Κων. Ν. Καλλιανός: Τ’ ΑΗ-ΓΙΑΝΝΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΞΕΝΗΝ / Δεκαοχτώ χρόνια μετά...

$
0
0

Θες μς χάρισε τμνήμη γινθυμόμαστε. Νθυμόμαστε νθρώπους καγεγονότα, δίχως νρυπαίνουμε αττμεγάλη ρετκαελογία μτν ποτρόπαιη μνησικακία ποδηλητηριάζει τνοκατν καρδιά: Αττθησαυροφυλάκια που φυλάσσονται κορυφαες στιγμς τοχρόνου κατοκαιροποπέρασε, στόσο διατηρεται, μέχρι τν ρα ποθ᾿ναχωρήσει κανες πό τπίγεια, φωτεινς καψιχαλισμένος μχνα δακρύων.
πτς περιούσιες στιγμς ποσημάδεψαν τζωή μου ταν κι κενες  τς παραμονς τς γιορτς τς ποτομς τς Κεφαλς τοΤιμίου Προδρόμου (29 Αγούστου) στμακρυνγγλία.
ΕκοσιοκτΑγούστου, λοιπόν, κάπου τμεσημέρι, στμεγάλο νοσοκομεο «Βασίλισσα λισάβετ», τοπρώιμα φθινοπωρινοΜπέρμινχαμ.
Κόσμος πολς, μυρουδιβαρειπφάρμακα, ποκάπου-κάπου τν κοβε φευγαλέα εωδιπκάποιο ρωμα τυχαίας γυναικείας παρουσίας.
Τπαιδστναπηρικτκαροτσάκι, μες σφιγμένοι στς λευκς, ερύχωρες καρέκλες σιωπηλοπεριμέναμε... Οξετάσεις ργον καγωνία φυτεύει στμέτωπα δροσοσταλίδες δρτα. Γύρω κόσμος κινεται μμινευρικβιασύνη, ονοσοκόμοι κι ογιατροεγενικοκασυνάμα σιωπηλοί. ξω χει πλωθενα λιόφως ρρωστημένο, ποθυμίζει τος στίχους τοΟράνη: «Τδειλιντπένθιμα, τφθινοπωρινά...»
Κατότε μέσα σ᾿αττρνητικτκλίμα τς κατήφειας κατοπόνου στνονεβαίνει θύμηση τς αριανς γιορτς το-Γιαννιο. Κι χι μονάχα ατό, γιατπαράλληλα μτθύμηση ρχίζει να ταξίδι σκάποιο νησλουσμένο στφς τθερινό, μτς λις νλαμοκοπον, τθάλασσα νστέλνει εωδις ποτς παίρνουν τπεκα κατς μεταποιον σζείδωρα ρώματα, μοναδικά.
Κάπου σμιν κρη, νας γερτς πρς τθάλασσα βράχος, στεφανωμένος μνα λευκξωκκλήσι ρχίζει ν᾿ποχτζωὴ,καθς μιτελείωτη σειρππροσκυνητς νεβαίνουν σιωπηλοκασταυροκοπούμενοι τπέτρινα τσκαλοπάτια. Γιατσλίγο, ποθπέσει λιος, θ᾿ρχίσει γρυπνιά. Πρέπει νπρολάβουν...
Μικρκαλαθάκια μλαμπάδες, μπουκαλάκια λάδι καπρόσφορα τυλιγμένα σκαθαρλευκπετσέτα, μεγαλύτερα καλάθια μτφα, φοθμείνουν λη τνύχτα κεπάνω, γινπιστρέψουν αγή-αγστχωριό... Μιλιτανεία νθρώπων νέων καλικιωμένων πορεύεται στν η Γιάννη, στχάρη Του. Κι σνοερτν κολουθες,  μέχρι νρθει ρα ποθτελειώσουν λες οναγώνιες διακικασίες καθ᾿  ναχωρήσετε. Μφυλαχττν ελογία τς γιορτς κατθύμηση τς πανηγύρεως ποδρόσισε τν φρυγμένη ψυχή.

28-8-2014 

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ, ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ…

$
0
0
Στὴν Ἑλένη καὶ στὸν Ἀντώνη, ἀντίδωρο εὐγνωμοσύνης καὶ τιμῆς

Σφαλίσαμε κι ἐφέτος τη θύρα μας στὸν Αὔγουστο, ποὺ μελαγχολικὸς μᾶς ἀποχαιρέτισε μὲ μιὰν ὑπόσχεση: Νὰ ξαναγυρίσει πάλι καὶ νὰ μᾶς ξαναβρεῖ. Νὰ μᾶς ξαναβρεῖ μέσα στὶς κατανυχτικὲς τὶς Παρακλήσεις τῶν ἀπόβραδων τοῦ Δεκαπενταύγουστου, νὰ μᾶς ξαναδεῖ νὰ ρεμβάζουμε στὸ συθαμπο τῆς γοητευτικῆς Παραμονῆς τῆς Παναγίας, νὰ μᾶς ξαναδεῖ νὰ συγκινούμαστε ἀπὸ τὴ χαρμολύπη τῆς γιορτῆς, νὰ νοιώσει ὅτι χαιρόμαστε ἀπὸ τὸ μελτέμι ποὺ ξεκουκίζει μία-μία τὶς προσευχές μας, προσευχὲς ραντισμένες ἁρμύρα καὶ ροδόσταμο.
Ὅμως ὅσες ὑποσχέσεις κι ἄν πάρουμε ἤ  δώσουμε, ὁ φετεινὸς ὁ Αὔγουστος δὲν θὰ εἶναι ὡσὰν αὐτὸν ποὺ πέρσυ πέρασε ἤ ὡσὰν αὐτόν, ποὺ, ἄν θέλει ὁ Θεός,  θὰ μᾶς ἀνταμώσει τοῦ χρόνου. Γιατὶ πολλὰ ἀλλάζουν, μεταποιοῦνται, μεταβάλλονται μέσα σὲ δώδεκα μῆνες. Καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτὸς ποὺ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος, ἀλλὰ πιὸ γερασμένος, κουρασμένος, ἀποκαμωμένος, μὲ λιγότερο ἐνθουσιασμό, μὲ περισσότερες σκέψεις, ἀλλὰ κι ἐμπειρίες, ἀσφαλῶς. Γιατὶ ἀλλιῶς περιμέναμε τὸ καλοκαίρι ὅταν εἴμασταν παιδιά, ἔφηβοι ἤ καὶ μεσήλικες. Τότε ὁ Αὔγουστος εἶχε πάνω του πινελιὲς φωτεινὲς ἐλπίδας καὶ χαρᾶς, γιατὶ μέσα στὴ θεϊκὴ τὴ θάλασσα ποὺ στραφτάλιζε τὸ θερινὸ τὸ  μεσημέρι, ἄνοιγε ἡ ψυχὴ καὶ δεχόταν τὴν εὐλογία αὐτοῦ τοῦ κάλλους, ποὺ μονάχα ἡ νεότητα τὸ βιώνει. Γιατὶ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅλο καὶ μακραίνουν οἱ στιγμὲς αὐτές καὶ στὴ θέση τους παρουσιάζονται, μὲ  προβλήματα καὶ δυσκολίες, ἄλλα ζητήματα, ποὺ μεταμορφώνουν τὸν Αὔγουστο καὶ τὸ καλοκαίρι σὲ μιὰ χρονικὴ πιὰ περίοδο καχεκτική, ἀνήσυχη, δυσπαραμύθητη.
Σφαλίσαμε, λοιπόν, τὴ θύρα μας καὶ φέτος στὸν Αὔγουστο ποὺ ἀναχώρησε καὶ τὸν ἀποχαιρετίσαμε μὲ σιωπὴ καὶ βλέμμα θαμπό... Γιατὶ δὲν θὰ τὸν ξανασυναντήσουμε, δὲν θὰ τὸν ξαναζήσουμε ποτέ. Τὸ ξέρουμε καλὰ αὐτό, γιατὶ μᾶς τὸ δίδαξαν, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα τὰ πρώιμα, τὰ ταϊσμένα τῆς αὐγῆς τὸ χρῶμα καὶ τὰ βιώματα, τῶν σοφῶν Προσωκρατικῶν τὰ χρόνια, τότε ποὺ ὁ θεῖος Ἡράκλειτος ἔλεγε μὲ φιλοτιμία:
«Ποταμοκ στιν μβναι δς τατῶ».
Πόσο μᾶλλον στὸ χρόνο...

 31 Αὐγ. 2014 

Προσεγγίζοντας από την ορθόδοξη θεολογική πλευρά τα επιτεύγματα της σύγχρονης Ιατρικής / Approaching from the orthodox theological aspect of the achievements of modern medicine

$
0
0
Εισήγηση από τον Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, Γενικό Αρχιερατικό ΕπίτροποΙ. Μ. Ζακύνθου - Μάστερ Θεολογίας,
κατά την διάρκεια του Διεθνούς Συνεδρίου για τον κορυφαίο Βέλγο ανατόμο Andreas Vesalius (1514-1564) 
[Ζάκυνθος, 4 Σεπτεμβρίου 2014]


Ρίχνοντας μια νηφάλια θεολογική ματιά στα πολλά και πολυσήμαντα επιτεύγματα της Ιατρικής Επιστήμης, κατά βάσιν μιλάμε για την Βιοηθική, έναν επιστημονικό κλάδο, που ως όρος αντικατέστησε τον παλαιότερο «ιατρική ηθική»[1]. Ως γνωστόν, η παγκοσμιοποίηση, θεώρησε δίχως θρησκευτικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις τον άνθρωπο και ό,τι αφορά στη ζωή του. Έτσι, η Ηθική του Χριστιανισμού προσκόμισε συν τω χρόνω κάποιες δικές της αρχές, όχι αντιτασσόμενη στις σύγχρονες επιστημονικές ροπές, αλλά αποβλέποντας στην διάσωση και ανάδειξη εντέλει του ανθρώπινου προσώπου και της αξιοπρέπειάς του, μες από τις προσπάθειες των επιστημόνων να βελτιώσουν την ψυχοσωματική ύπαρξη του ανθρώπου.
Το 2000, σε Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ο Πρωθιεράρχης της Ορθοδοξίας, oΟικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος[2], εκφράζοντας την εναγώνια μέριμνα της Εκκλησίας για την διάσωση του ανθρώπινου προσώπου, χρησιμοποίησε τον όρο «Βιοθεολογία»[3]
Παρεμπιπτόντως, αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι από το έτος 2008 υφίσταται το λεγόμενο «Δίκτυο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν Ποιμαντική Διακονία στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας». Σύμφωνα με πληροφορίες, τις οποίες αντλούμε από τον επίσημο ιστότοπο του Δικτύου, «Ἀποτελεῖται ἀπό τούς μόνιμους ἐκπροσώπους τῶν Μητροπόλεων πού ἀνήκουν πνευματικά καί διοικητικά στό Πατριαρχεῖο, τούς ἀντιπροσώπους τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τήν ποιμαντική ἐκπαίδευση στίς Θεολογικές Σχολές καί τίς Ἐκκλησιαστικές Ἀκαδημίες τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, καθώς καί ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι διακονοῦν καί  σχετίζονται μέ τήν ποιμαντική διακονία τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλά καί μέ τήν ἰατρική καί νοσηλευτική του φροντίδα στόν εὐαίσθητο τομέα τῆς Ὑγείας. Ἐπίσης, τό“Πατριαρχικό Δίκτυο”ἔχει ἐπαφές μέ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες καί τούς φορεῖς πού σχετίζονται μέ τήν Ὑγεία.
Τό “Πατριαρχικό Δίκτυο” ἔχει ἐπιμορφωτικό καί ἰατροκοινωνικό χαρακτῆρα. Σκοπός του εἶναι νά δώσει τή δυνατότητα σέ ὅσους μετέχουν: * Νά ἀλληλοβοηθοῦνται στή διακονία τήν ὁποία προσφέρουν στούς ἀσθενεῖς. * Νά συμμερίζονται ὁ ἕνας τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τοῦ ἄλλου. * Νά προωθήσουν ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλῆς ποιότητας στόν τομέα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας στόν χῶρο τῆς Ὑγείας. * Νά ἐπωφελοῦνται ἀμοιβαῖα ἀπό τή γνώση καί τήν ἐμπειρία ἀλλήλων»[4].
Η Εκκλησία της Ελλάδος, εξάλλου,  με τον Κανονισμό υπ’ αριθμ. 101/1998 της Ιεράς Συνόδου «Περί συστάσεως, οργανώσεως και λειτουργίας της Επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος», πασχίζει να επιλαμβάνεται των σχετικών θεμάτων, με σεμινάρια, ομιλίες, γνωματεύσεις, δελτία τύπου και λοιπές δράσεις[5]. Όπως διαδικτυακώς δηλώνεται «Σκοπός της εἶναι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἡ ἐπὶ ἀκαδημαϊκῆς βάσεως καὶ μεθοδολογίας κατανόηση τῶν ἐπὶ μέρους βιοηθικῶν προβλημάτων μὲ γνώμονα τὴν ἐπιστημονικὴ ἀκρίβεια, τὸ ᾿Ορθόδοξο ἦθος καὶ τὴ θεολογικὴ ἐκκλησιαστικὴ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας, τῶν ἀξιῶν κ.τ.λ., ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν διατύπωση ἀπαντήσεων τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας στὰ συναφῆ ἐρωτήματα καὶ διλήμματα».Στην εν λόγω Επιτροπή προεδρεύει σήμερα ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος (πρώην επιστημονικός συνεργάτης της NASA)[6], ενώ μεταξύ των μελών περιλαμβάνονται τρεις Καθηγητές Θεολογίας, τρεις καθηγητές Ιατρικής, ένας Καθηγητής Βιολογίας - Γενετιστής κι ένας Καθηγητής Νομικής. Η εννεαμελής σύνθεση δηλώνει τη βαρύτητα και πολυμέρεια του ενδιαφέροντος, που επιδεικνύει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αξιομνημόνευτες κι εξόχως ενδιαφέρουσες είναι επίσης οι επί πολλών βιοηθικών προβλημάτων θέσεις του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη (1939-2008)[7], εκπεφρασμένες σε διάφορες ομιλίες του προς Ιατρούς και εναποτυπωμένες σήμερα σ’ έναν τόμο, υπό τον τίτλο «Ιατρικά Ανάλεκτα. Εξέτασι ιατρικών θεμάτων υπό το φως της ορθοδόξου πνευματικότητος και της εν Χριστώ εμπειρίας»[8].
Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, θεωρεί ως κορυφαία πράξη κατ’ αρχήν συνάντησης προσώπων και κατά συνέπειαν διαιώνισης του είδους, τον γάμο[9]. Τα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι εξόχως ομιλητικά για την σημασία του. Δι’ αυτού οι συναντώμενοι ασκούνται στην αγάπη, στην αλληλοπροσφορά, στην αυταπάρνηση. Στην περίπτωση που προκύπτουν τέκνα, το ζευγάρι ξανοίγεται σε οικογένεια. Ένα πρόβλημα συνεχίζει να είναι η αντισύλληψη. Οι θεολογικές απόψεις ποικίλουν, εφόσον η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αποφανθεί επίσημα επί του θέματος. Για τους επιθυμούντες να ζουν υπό την πνευματική καθοδήγηση ενός εξομολόγου, εκείνος -ευτυχώς ή δυστυχώς- καλείται είτε να δει την κάθε περίπτωση εξατομικευμένα, είτε να αποδεχθεί την τελεσίδικη απόφανση του ζεύγους.
Εκεί που η Ορθοδοξία είναι σαφώς αρνητική είναι οι αμβλώσεις. Κάθε επέμβαση διακοπής της κύησης, σε όποια εβδομάδα ή όποιο μήνα της, θεωρείται από την Εκκλησία φόνος, απαγορεύεται κάθετα και όταν συμβεί καταδικάζεται από τους ιερούς Κανόνες[10]. Κάποιοι νεότεροι θεολόγοι της Ορθοδοξίας ωστόσο συζητούν ως προς την κατ’ οικονομίαν χρήση της, όταν υπάρχουν προβλήματα ηθικού, ιστορικού ή ευγονικού τύπου. Αντίθετα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ουδόλως την δέχεται, έστω και αν συντρέχουν κίνδυνοι για την ίδια τη μητέρα, αν και μεταξύ των Επισκόπων και θεολόγων της υφίσταται ήδη ο προβληματισμός για την αποδοχή μιας «θεραπευτικής έκτρωσης». Το θέμα του προγεννητικού ελέγχου αντιμετωπίζεται από τους εκκλησιαστικούς, ανάλογα με την θέση που λαμβάνει ο καθένας απέναντι στην υπό όρους έκτρωση[11].
Η ενδεχόμενη συνέπεια ενός γάμου, ήτοι ο ερχομός τέκνων, στον αιώνα μας δεν είναι πάντα τόσο εύκολη όσο παλαιότερα. Το γιατί πρέπει να αναζητηθεί στην διασάλευση των οικολογικών – κοινωνικών – πνευματικών ισορροπιών, τις οποίες επέφερε στην καθημερινότητά του ο ίδιος ο άνθρωπος, φερόμενος αυτοκαταστροφικά (διατροφικές ακαταστασίες, περιβαλλοντικές μολύνσεις, εργασιακές-κοινωνικές ανασφάλειες, διαρκώς ογκούμενα υπαρξιακά άγχη και πολλά άλλα κατά περίπτωσιν).
Η ιατρική έρχεται να αναπληρώσει τα ελλείποντα και να υποβοηθήσει την τεκνογονία. Παρ’ ότι γενικώς υπάρχει θεολογικός σκεπτικισμός πάνω σε αυτό, κάποιοι σύγχρονοι εκκλησιαστικοί άνθρωποι, στο πλαίσιο της αγαπητικής θέασης των -εξόχως βασανιστικών- προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου, θεωρούν ανεκτή την ομόλογη σπερματέγχυση[12]ή την εξωσωματική γονιμοποίηση. 
Στην περίπτωση της παραγωγής εμβρύων ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της χρησιμοποίησής τους σε ηθικώς απαράδεκτα πειράματα, εμπορευματοποίηση και πλήρη ευτελισμό του ανθρώπινου προσώπου.
Ενάντια στέκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία στην ετερόλογη γονιμότητα και στην παρένθετη μητρότητα, διότι θεωρεί ότι δυναμιτίζει την οικογένεια, στην δε προσπάθειά τους να επιλύσουν προβλήματα, σωρεύουν πολύ περισσότερα και σε πολλά επίπεδα των  ανθρώπινων σχέσεων και της οικογένειας και των εμπλεκόμενων.
Ενάντια στέκεται, εξάλλου, η Ορθοδοξία στην κλωνοποίηση. Θεωρεί ότι βασίζεται στην ανθρώπινη έπαρση, η δε επιδιωκόμενη διόρθωση των ενδεχόμενων γενετικών σφαλμάτων δεν μπορεί να επαφίεται σε υποκειμενικά κριτήρια[13].
Το ζήτημα του «εγκεφαλικού θανάτου» έχει διχάσει γιατρούς και θεολόγους στο διάβα των χρόνων, αλλά και τους θεολόγους μεταξύ τους, γι’ αυτό και υπάρχει κάποιος σκεπτικισμός ως προς τις προϋποθέσεις για την λήψη οργάνων για τις μεταμοσχεύσεις[14]. Εννοείται ότι η ανιδιοτελής προσφορά οργάνων για τη σωτηρία του συνανθρώπου, πάντα υπό τις ασφαλιστικές δικλείδες που θέτουν οι υφιστάμενοι νόμοι, ευλογείται. Θυμίζουμε ότι συμμέτοχος στον αγώνα για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για την δωρεά οργάνων σώματος και πρώτος δότης υπήρξε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ Τίκας (1913-1998)[15]. Προσωπικά δηλώνω ότι ως θεολόγος ανήκω σ’ εκείνους που καταφάσκουν κατά πάντα τις μεταμοσχεύσεις, όντας ιδιαίτερα ευεργετημένος, επειδή ένας πατέρας θέλησε να δωρίσει τα όργανα του γιου του, ώστε σήμερα να ζει αξιοπρεπώς ένα πρόσωπο της οικογένειάς μου. Προσθέτω απλώς ότι αποδέχομαι τις προϋποθέσεις τής σύγχρονης ιατρικής για το πότε και το πώς του «εγκεφαλικού θανάτου». 
Ενάντια είναι επίσης η Ορθοδοξία και στο ζήτημα της ευθανασίας[16]. Ουδείς αφαιρεί ζωή, εφόσον δεν την έδωσε.  Δεν αποτελεί καν έκφραση αγάπης η άρση της ζωής, για οποιονδήποτε λόγο φιλευσπλαχνίας. Κατά την Επιτροπή Βιοηθικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, «῾Η ἀγάπη ἀπὸ τὴν φύση της δὲν εἶναι ἁπλὸ συναίσθημα ἀλλὰ πόνος καὶ μετοχὴ στὸ σταυρό τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ.  ᾿Αγαπῶ δὲν σημαίνει ἀπαλλάσσω τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ σηκώνω καὶ ἐγώ τὸ βάρος τοῦ πόνου του ἢ τοῦ προσφέρω τὴ ζωή μου ἢ πολὺ περισσότερο τοῦ προσφέρω τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.  ῾Η ἀγάπη νοεῖται μόνον ἐν ἀληθείᾳ»[17]. Κατά συνέπειαν, σύμφωνα πάντα με την ανωτέρω Επιτροπή «῾Η ᾿Εκκλησία μας πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, στὴν αἰώνια προοπτικὴ καὶ πραγματικότητα, στοὺς πόνους ὡς “στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν” (Γαλ. στ´ 17), στὶς δοκιμασίες ὡς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες σωτηρίας, στὴ δυνατότητα ἀναπτύξεως κοινωνίας ἀγάπης καὶ συμπαραστάσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.  Μὲ βάση αὐτά· α) διακηρύσσει ὅτι ἡ ζωή μας βρίσκεται στὰ χέρια καὶ μόνον τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ κάθε τὶ πού μᾶς συμβαίνει εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μας, ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ διορθώσουμε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ β) κάθε θάνατο ποὺ ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων ἐπιλογῶν -ὅσο “καλός” κι ἂν ὀνομάζεται- τὸν ἀπορρίπτει ὡς “ὕβριν”  κατὰ τοῦ Θεοῦ.  Κάθε δὲ ἰατρικὴ πράξη ποὺ συνειδητὰ ἐπισπεύδει τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου τὴν καταδικάζει ὡς ἀντιδεοντολογικὴ καὶ προσβλητική τοῦ ἰατρικοῦ λειτουργήματος.»[18]
Για όλα τα ανωτέρω προβλήματα της Βιοηθικής ευελπιστούμε να λάβει θέσεις η μέλλουσα να συνέλθει το 2016 Πανορθόδοξη Σύνοδος. Βεβαίως, οποιεσδήποτε και να είναι οι αποφάνσεις της, δεν θα πάψει ποτέ να στηρίζεται η ποιμαίνουσα Εκκλησία -θεωρούμε- στην κατά περίπτωσιν εξέταση του κάθε προβλήματος, πέραν των γενικών εκτιμήσεων, διότι πάντα προέχει η διασφάλιση και διάσωση και ανάδειξη του ανθρώπινου προσώπου, εντέλει δε η θέασή του υπό την προοπτική της αιωνιότητας και της θέωσής του. 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1]Βλ. Μιλτιάδη Βάντσου, « Η σημασία της ορολογίας στην Βιοηθική », Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Νέα Σειρά Τμ. Ποιμαντικής 9 (2004) 148. Πρβλ. Βασιλείου Γ. Φανάρα, «Η βιοϊατρική στα όρια της [θνητής] ανθρώπινης ὐπαρξης ή ο [α-θάνατος] άνθρωπος στα όρια της βιοϊατρικής;», Σύναξη 96 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2005) 72-76.
[2]Για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, βλ. το ευσύνοπτο βιογραφικό του, που αναφέρεται στον επίσημο διαδικτυακό Οίκο του Οικουμενικού Πατριαρχείου: http://www.ec-patr.org/athp/index.php?lang=gr [ανάκτηση: 30.8.2014].
[3]Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Πρόλογος στο βιβλίο του «Βιοηθική και Βιοθεολογία», στον ιστότοπο:http://www.parembasis.gr/2005/05_09_10.htm [ανάκτηση: 28.8.2014]. Πρβλ. Αντώνη Καρκαγιάννη, «Βιοτεχνολογία, βιοϊατρική, βιοηθική και βιοθεολογία», Εφημερίδα Η Καθημερινή, 4.12.2005. Βλ. τον ιστότοπο: http://www.kathimerini.gr/700218/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/viotexnologia-vioiatrikh-vioh8ikh-kai-vio8eologia [ανάκτηση: 28.8.2014].
[4]Επίσημος ιστότοπος του «Δικτύου»: http://www.patriarchate.org/pastoralhealthcare/home/description?lang=el [ανάκτηση: 30.8.2014], όπου ο ενδιαφερόμενος δύναται να βρει περισσότερα και ειδικότερα στοιχεία σχετικά με την εν λόγω προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
[5]Βλ. τον ιστότοπο της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Βιοηθικής, όπου και πλούσιο αρχειακό υλικό: http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/bioethics/bioethics.htm[ανάκτηση: 28.8.2014].
[6]Συνοπτικά βιο-εργογραφικά στοιχεία για τον Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαο Χατζηνικολάου, βλ. στη Βικιπαίδεια: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CE%BF%CE%B3%CE%B1%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%9B%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B5%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%82 [ανάκτηση: 30.8.2014].
[7]Για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο παρασκευαΐδη, βλ. συνοπτικά βιοεργογραφικά στοιχεία στη Βικιπαίδεια: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82 [ανάκτηση: 30.8.2014].
[8]Αποτελεί έκδοση της Ιερά Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού, Καισαριανή 2009, με 284 σελίδες. Τα θέματα αφορούν στις «φέρουσες» ή «υποκαθιστώσες» μητέρες, στην ευθανασία, στις μεταμοσχεύσεις, στις έρευνες και τα πειράματα επί του εμβρύου, στην πρόκληση του AIDS, στην κλωνοποίηση, στο ιατρικό απόρρητο, στην ευγονική κ. ά.
[9]Βλ. σχετικά: Αναστασίου Μαρά, «Σύγχρονα προβλήματα οικολογίας και βιοηθικής», στο: Σπρυριδούλας Αθανασοπούλου-Κυπρίου, Σταύρου Γιαγκάζογλου, Αναστασίου Μαρά, Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008, τ. 3 (Ορθοδοξία και [Μετα-] Νεωτερικότητα), 163-174.
[10]Για παράδειγμα, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο 21οςΚανόνας της Συνόδου της Αγκύρας στερεί τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία για μια δεκαετία. Ανάλογων ποινών γέμει η χριστιανική γραμματεία από τους πρώιμους αιώνες του Χριστιανισμού.
[11]Βλ. Αναστασίου Μαρά, ό.π., σ. 169 εξ.
[12]Για τους μη εξοικειωμένους με ιατρικούς όρους, διευκρινίζεται ότι κατά την ομόλογη σπερματέγχυση γίνεται -από τους ειδικούς- χρήση του σπέρματος του συζύγου ή του συντρόφου, ενώ κατά την ετερόλογη σπερματέγχυση χρησιμοποιείται σπέρμα από ανώνυμο δότη.
[13]Βλ. Αναστασίου Μαρά, ό.π.,σσ. 174-177. Πρβλ. Σταμάτη Πορτελάνου, «Ο “κλωνισμός” του ανθρώπου και η εξορία του», Σύναξη 63 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1997) 137-140.
[14]Βλ. Αναστασίου Μαρά, ό.π.,σ. 177 εξ.
[15]Για τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Τίκα, βλ. συνοπτικά στοιχεία της ζωής του στη Βικιπαίδεια: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%B5%CF%80%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CE%B5%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B5%CE%AF%CE%BC [ανάκτηση: 30.8.2014].
[16]Βλ. Αναστασίου Μαρά, ό.π.,σσ. 183-185.
[17]Παλαιότερος ιστότοπος Βιοηθικής: http://www.bioethics.org.gr/03.html [ανάκτηση: 28.8.2014].
[18]Ό.π.

Pavlos Plessas: POWERFUL INDICATIONS THAT VESALIUS DIED FROM SCURVY

$
0
0









The circumstances of Andreas Vesalius’ death in Zakynthos in 1564 may have been described in one of two differing accounts, originally written by three different men between the years 1565 and 1573, in five different texts. No additional information from people who may have been in possession of some facts is known to have survived. 
 
In two of those texts the writer Petrus Bizarus claims that a travelling goldsmith found the great anatomist abandoned in a miserable hut on a deserted beach, dying from an unspecified illness[1]. The unnamed goldsmith, in spite of strong opposition from the locals, buried him with his own hands in a plot of land he purchased for that purpose.

The veracity of Bizarus’ account appears doubtful due to its pervasive vagueness and the improbability of such treatment of an important nobleman by both, the Venetian authorities of Zakynthos and his own companions. More importantly it is incompatible with the testimonies of ChristophFürer von Haimendorf[2]and Giovanni Zuallardo[3], who saw Vesalius’ tomb at the Franciscan monastery of Santa Maria delle Grazie, in 1565 and 1586 respectively. Their testimonies are also supported by that of Filippo Pigafetta[4]. From their descriptions it is obvious that Vesalius was buried with some decorum and his grave was not dug simply to prevent the desecration of the body by wild animals.

The rival account is given in two letters of Johannes Metellus[5], written in 1565, and another by Reinerus Solenander[6]a year later. Two more of Vesalius’ contemporaries, CarolusClusius and Henricus Pantaleon provided shortened versions of this account that do not offer additional information and, hence, will not be discussed further. According to Metellus and Solenander Vesalius’ tomb was paid for by a fellow passenger, a Georgius Boucherus of Nuremberg, returning from Egypt. This account is not only compatible with the testimonies of those who saw Vesalius’ tomb but its credibility is enhanced by Metellus’ mention of a gravestone, put up by Boucherus, and Solenander’s statement that Vesalius was buried “next to a chapel or shrine close to the port of Zakynthos”. Santa Maria delle Grazie was the only Western church near the port at the time[7].

In a rather unexpected way this account’s credibility is further strengthened by the astonishing events it describes. For if someone is to present a fabricated account it is natural to try and make it as believable as possible. Even if the aim is to impress or to shock, the disturbing inventions have to have plausible and uncomplicated explanations. Contrary to this we are told of a ship that was unable to reach land for forty days, of severe food and water shortages, the consequent outbreak of an illness that caused many deaths but strangely affected only the pilgrims, Vesalius becoming depressed and anxious – which in the belief of Metellus contributed to his illness – his pleading to the crew to not bury him at sea, and finally his death as soon as they reached land – a very sudden collapse by the city gate according to Metellus. It will be shown that this sequence of extraordinary events has a reasonable, quite likely even, and singular explanation. 

Metellus and Solenander agree on most of the details of the story, to the point that it appears the initial source of their information was the same person, however, their versions are not identical. Metellus claims to have received his information from Georgius Boucherus in person, in the presence of a reliable witness, while we do not know how many times the story was recounted before reaching Solenander. Hence, while Solenander provides some valuable information, it is Metellus’ version, notwithstanding his conjectures, that should be considered more faithful[8].

It is very clear from both versions that, some weeks into the journey, a disease broke out on board the ship. Also, more clear in Metellus than in Solenander, that Vesalius was a victim of the same disease, which was somehow connected to food and water shortages. It can be easily concluded that the mysterious outbreak does not appear to have been due to contagion on board the ship. Neither the crew was affected nor Boucherus developed symptoms, either during the voyage or in the following months, in spite of his close proximity with the patients for at least forty days. Consequently, the disease was the result of either a pathogenic factor the pilgrims came in contact with or of some nutrient deficiency.

Contact with a pathogenic factor should have happened before boarding the ship, with the possible exception of the pilgrims consuming contaminated food that was not available to the crew. That way they could have fallen ill with typhoid fever, which has a variable incubation period of up to 30 days. However, complications and death from typhoid usually occur in the third week of the illness, which would have been near the end of the journey. Vesalius would simply not have had the time to get worried, fall ill, develop complications and die by the time they reached land. His sudden collapse and death does not fit in well with typhoid either.

Looking for pathogenic factors on land we can distinguish between vector borne diseases and poisoning. It is, however, inconceivable that the victims of some 16thcentury poison would have shown no symptoms for weeks after receiving a lethal dose. Therefore, only vector born diseases need be considered and from those only the ones that are very deadly and present in the region. None of these though agree with what Metellus let us know about the disease.

When considering the various nutritional deficiencies we only need to deal with those that could have led to multiple deaths within six weeks from the onset of obvious physical symptoms, and could conceivably have appeared under the prevailing conditions of the journey and the socioeconomic and cultural traits of the region. As such, only scurvy appears to fulfil the criteria. Many may think that even scurvy is not a good candidate since a six week sailing is not thought sufficient for its appearance.

In fact, very often scurvy did not take long to appear or cause deaths. According to the naval physician Thomas Trotter it was common for an 18thcentury British warship of the Channel Fleet to lose up to a dozen seamen to scurvy and have another fifty hospitalised during a cruise of just eight weeks[9].  A scurvy patient on a ship rarely survived for seven weeks and many died much earlier[10].

Also, it has to be pointed out that Vesalius’ journey did not last only weeks; he left Venice sometime before the 24th of May[11]and died in Zakynthos in the middle of October, a minimum of five months. More than two of these he spent sailing and the remainder in semi-desert or desert conditions. The Holy Land in Vesalius’ time was arid and mostly barren, especially in the high summer. Many pilgrims, shocked by what they saw, believed the area had been cursed by God[12]. No vegetables grew at that time of year and only some grapes, grown by Christians, and figs, growing wild, could have been ripe. Both fruit contain very little Vitamin C[13].

Traditional herbal medicine from just north of Jerusalem reveals a not so unexpected legacy. Several plants are considered effective in the treatment of scurvy by local healers[14]. This means that scurvy was well known in the area until recently. There is also more solid evidence from not too long ago:  in a United Nations report from 1951 it is mentioned that not only many of the Palestinian refugees suffered from a mild form of scurvy but it was widespread amongst the general population of Jordan and Gaza[15]. Gaza is by comparison much more fertile than Jerusalem. If the natives suffered from scurvy, what luck could the wandering foreigners have? When not on the road, living off preserved foods, pilgrims like Vesalius stayed and dined at monasteries. Fredrik Hasselquist, an 18th century naturalist, came across an outbreak of scurvy amongst the monks of exactly such a monastery, the one in Bethlehem[16]. Hasselquist attributed their illness to eating salted fish and staying indoors.

In fact Vesalius, who travelled around in very high temperatures, was in a worse position than the monks. In a clinical experiment Michelsen and Keys showed[17]that, in conditions similar to those Vesalius would have faced, up to 4 mg of Vitamin C daily can be lost through perspiration, irrespective of dietary intake and concentration in the plasma. Vesalius would not have gone through the gruelling regime of the experiment’s subjects; however, the accumulative impact over his long stay in the area would have been significant. 

It is by no means certain that Vesalius stayed in the Holy Land for three whole months. Hubert Languet wrote[18]that he intended to visit Mount Sinai, and Metellus hinted that he may have actually met Boucherus in Egypt. If this is true, he would have spent up to a month and a half in one of the harshest deserts on earth. His diet would have been similar to that on a ship: preserved or long lasting foods with perhaps some fresh meat, extremely poor in Vitamin C[19]. His brief passage through the fertile Nile Delta would not have helped him much as he would have coincided with the annual inundation of the Nile, when almost all fertile land was either submerged or recently planted. The only fruit that would have been abundant in Egypt in early September is dates; but those contain virtually no Vitamin C[20]

Mentioning Vesalius’s symptoms was not in Metellus’ intentions. He did, however, mention two inadvertently. The first is Vesalius’ anxiety and fear, although Metellus considered them as one of the causes of his disease. Kinsman and Hood showed[21]that, in fact, personality changes and in particular hypochondriasis, depression, and hysteria, are the very first symptoms of scurvy. Such changes seem to have a physiological rather than a purely psychological basis according to Harrison[22]. It is worth noting that, according to Solenander, Vesalius was taciturn by nature and melancholic, which may be an indication, that, unknown even to himself, he was already ill by the time Boucherus met him.

Depression was considered a cause rather than a symptom of scurvy for centuries after Vesalius’ death as we can see in a Sanitary Commission Report from the American Civil War. Alongside it another exciting factor is mentioned: nostalgia[23]. Thomas Trotter, who had called it “scorbutic Nostalgia”, observed it to be “the harbinger of Scurvy” and described it as “a desire of being on land”[24]. Instinctively the sick person longed to be where the cure for his illness could be found. The most intriguing aspect of Vesalius’ altered behaviour was his fear of being buried at sea. It is as if his desire to be on land was so strong that he could not bear the thought of being away from it forever.

The second mentioned symptom is Vesalius’ collapse and instant death. The sudden death of scorbutic patients, often while they felt well enough to engage in some activity and while doing their utmost, has been observed and documented in several medical treatises and in accounts of long sea voyages[25]. So many died after stepping out of the hold and onto the deck, or during and immediately after their disembarkation, that it was believed the change of air could kill a man with scurvy[26]. This is exactly how Vesalius’ death is described: he dropped dead, soon after landing and while striving to complete the short walk to the first buildings of Zakynthos.

Metellus mentioned another witness during Boucherus’ narration of their terrifying journey and Vesalius’ end. With him was his friend Johannes Echtius, an esteemed physician. Echtius was one of only a handful of doctors who had studied this new deadly disease, scurvy, and the very first person to write a treatise on it[27]. In that treatise he had given the illness a name: scorbutus. It is hard not to feel that this meeting between Echtius and Boucherus was not by chance, but, since nothing is known about it, any hypothesis made, however reasonable, will remain no more than a supposition.

Fortunately, Echtius’ presence in that meeting gives us the opportunity to discern, through his friend’s letters, whether the 16th century expert believed that scurvy was Vesalius’ cause of death. Echtius had identified six conditions that made someone susceptible to scurvy, which he believed was contagious. The first was gross and corrupt diet, like the one on board ships, and the use of corrupt water in conditions of clean water shortage. The remaining five could all lead to scurvy independently, even if the diet had been good, because they generated an excess of melancholic humour, which in his opinion was the cause of the disease. As number five he had listed worrying.

It is easy to see what Metellus was pointing at when he accused Vesalius of having failed to provide adequately for himself. Pilgrims used to take with them their own supplies to complement the ship’s often unpalatable food. Echtius and Metellus believed that the ship’s food put Vesalius in danger of scurvy and he failed to take enough of his own. The subsequent shortages made things worse and, additionally, forced Vesalius to resort to drinking stale and foul water. His extreme worrying, after the disease appeared in others, made it almost inevitable that he too would contract scurvy. His sudden collapse and death did not come as a surprise either since this frequent scorbutic outcome is mentioned in Echtius’ treatise[28].   

By expressing his conviction about the reasons that led to Vesalius’ death Metellus shows that he must have held a firm opinion on which precisely disease had killed him. Yet, incredibly, he fails in both his letters to name it expressly. Again, only scurvy can convincingly explain this failure. Echtius had written his treatise on scurvy in 1541 in the form of a letter[29], which for a long time had remained unknown even to some of the few doctors that had shown a keen interest in the disease. The treatise was not published until 1564, the year Vesalius died, in a book by Balduinus Ronsseus[30], and even then it was wrongly attributed to Johannes Wierus, who had sent it to Ronsseus. This error was only possible because Ronsseus, although he had been interested in scurvy for at least a decade[31], had not until then become aware of it. Consequently he had probably never come across the name scorbutus either. When the doctors of that time did not confuse scurvy with St Anthony’s fire, icterus niger, syphilis or leprosy, those who had a vague idea what they were dealing with, called it magni lienes, or stomacace and sceletyrbe. It would have been pointless for Metellus to inform his correspondents, a publisher and a theologian, that Vesalius had died from an illness Echtius called scorbutus when the word was meaningless even to well informed physicians.

Echtius may have been the world authority on scurvy but there were aspects of Boucherus’ story he must have found puzzling. The disease had broken out in the Mediterranean, an area that was believed to be free of scurvy. The diet of the crew had been bad, they worked hard and often spent the night sleepless – numbers 1, 3 and 4 respectively in his list of preliminary causes of scurvy – yet they did not get infected. Ccorbutic Nostalgia remained unobserved for another two centuries, so Vesalius’ weird behaviour must have also caused him to wonder. Echtius then, along with Metellus, could not have invented this story, simply because they were unable to see that everything in it actually made sense. Neither could Boucherus have made up the story, because he knew much less about scurvy, if he knew anything at all. The probability that the events had been invented and put together randomly is absolutely negligible, given their perfect correlation with conditions that favoured an outbreak of scurvy, the timing of the outbreak, and the described symptoms; more so if all these are combined with the story having been afterwards presented to the planet’s most experienced scurvy expert.

Therefore, it is suggested that Metellus’ letters give a true account of Vesalius’ last days, and, simultaneously, that Vesalius, suffering from scurvy and seriously affected by scorbutic Nostalgia, managed to reach the southern part of the mythical kingdom of Odysseus – the land foremost associated with nostalgia since the dawn of history – and deposited there his own lifeless body.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]Historia di Pietro Bizari della guerra fatta in Ungheria dall'invictissimo imperatore de'christiani contra quello de'Turchi, Lyons, 1568, p. 179; also in his Pannonicum bellum, Basel, 1573, p. 284.
[2]Itinerarium Aegypti, Arabiae, Palaestinae, Syriae, aliarumque Regionum Orientalium, Nuremberg, 1621, p.2
[3]Il devotissimo Viaggio Di Gierusalemme, Rome, 1595, pp. 85 – 86.
[4]Theatro del Mondo di A. Ortelio: da lui poco inanzi la sua morte riveduto, e di tavole nuove et commenti adorno, et arricchito, con la vita dell' autore. Traslato in lingua Toscana dal Sigr F. Pigafetta, 1608/1612, background information to Map 217. Pigafetta, commenting almost two decades after his visit to Zakynthos in July 1586, mistakenly named the burial place of Vesalius as the monastery of St Francis. However, he leaves no doubt with regards to which monastery he actually meant by corroborating Zuallardo’s story of the inscription’s looting by the Turks in 1571. There was indeed a St Francis monastery in Zakynthos. It was, however, inside the castle and, hence, it was never looted by the Turks. Santa Maria delle Grazie on the other hand was in the area that is known to have been looted. I am grateful to Marcel van den Broecke for sending me photographs of the original text kept in the Koninklijke Bibliotheek in Hague.
[5]Metellus’ letter to Georgius Cassander was published in Petrus Bertius’Illustrium & clarorum Virorum EPISTOLAE SELECTIORES, Superiore saeculo scriptae vel a Belgis, vel ad Belgas, Leyden 1617, pp. 372 – 373. His short letter to Arnoldus Birckmannus is unpublished though an English translation is in Charles Donald O'Malley’sAndreas Vesalius of Brussels, 1514-1564. A photocopy was kindly provided by the Cushing/Whitney Medical Historical Library of Yale University and a transcript made by Maurits Biesbrouck.
[6]Maurits Biesbrouck, Theodoor Goddeeris and Omer Steeno, The Last Months of Andreas Vesalius: a Coda, Vesalius – Acta Internationalia Historiae Medicinae, Vol. XVIII, No 2, December 2012, pp. 70 – 71, from Thomas Theodor Crusius’ Vergnügung müssiger Stunden,oder allerhand nutzliche zur heutigen galanten Gelehrsamkeit dienende Anmerckungen of 1722.
[7]The monastery of St Elias was on the hill high above the port and St Franciscus even higher, inside the castle. St Mark was built later, in the 17thcentury.
[8]There are additional reasons for this. In Solenander’s version there are efforts to explain certain aspects of the story, which may have been nothing but an intermediate informant’s speculation passed on as reliable information. An example of this is that, according to Solenander, Boucherus met Vesalius and the other pilgrims in Venice, and travelled with them to Cyprus where they separated. He went to Egypt while they continued to Jerusalem. On his return journey he travelled again via Cyprus and by coincidence met the same companions on the same ship. All this is possible but unlikely, especially if he meant that the ship waited for the pilgrims for three months. There is even the suspicion that at least one part of the original story was intentionally “corrected”: Metellus says that Vesalius collapsed and died soon after disembarking, while Solenander says he died on board the anchored ship. Conventional wisdom dictates that a very sick man does not disembark and walk on the shore of Zakynthos but expires on board his ship. This is not always true but the temptation to perform a little cosmetic surgery on the story is understandable.
[9]Medicina Nautica: an Essay on the Diseases of Seamen, Volume III, London 1803, p. 387.
[10]James Lind, A Treatise on the Scurvy, London 1772, p. 281.
[11]This is the publication date of the Examen, in the preface of which Francesco dei Franceschi recalls Vesalius’ visit to Venice.
[12] Felix Faber’s description is typical: But even I said secretly in my heart: see, this is the land that is supposed to flow with milk and honey; but I see no fields for bread, no vineyards for wine, no gardens, no green meadows, no orchards, but it is all rocky, burnt by the sun and parched.
[13] Figs contain about 2 mg per 100 g; grapes 3.2 mg. Data from the United States Department of Agriculture. A man whose body stores of Vitamin C are very low will need to eat 10 – 12 figs or more than 60 grapes every day just to remain above the threshold of scurvy.
[14] 6% of the plant species in use, according to Raeda Tawfeeq Ebrahim Daoud in Studies on Folkloric Medicinal Plants Used by Palestinians in the Qalqilia District, An-Najah National University, Nablus 2008, p. 32, table 3.3.
[15]Assistance to Palestine Refugees, Report of the Director of the United Nations Relief and Works Agency for Palestine Refugees in the Near East, General Assembly, Official Records: Sixth Session, Supplement No 16 (A/1905), 28 September 1951, Chapter 1, 31.
[16]Voyages and Travels in the Levant in the Years 1749, 50, 51, 52, London 1766, p. 147.
[17]Olaf Mickelsen and Ancel Keys, The composition of sweat, with special reference to the vitamins, The Journal of Biological Chemistry, 1943, pp. 479 - 490.
[18] Adam Melchior, Vitae Germanorum medicorum, Frankfurt Main 1620, p. 133. Also in a manuscript, with the title De morte Vesalii ex letteris Huberti Langueti, scriptis ad D. D. Casparu[m] Peuceru[m], National Library of Medicine, Bethesda, Washington DC (manuscript E 86).
[19]According to Felix Faber, who travelled to the Holy Land in the last quarter of the 15th century, food on a pilgrim galley consisted of bread or biscuit, panada, cheese, eggs and mutton or fish; also lettuce with olive oil when they could find it. See Fratris Felicis Fabri Evagatorium in Terrae Sanctae, vol. 1, Stuttgart 1843, pp 136 – 137. In Vesalius’ time travelling in the Mediterranean in a sailing ship rather than a galley had become much more common. Those ships did not need frequent stops for water like the galleys, so fewer chances of lettuce salad. For his desert journey Faber used biscuit, smoked meat, smoked cheese, smoked fish, eggs, rice, almonds, oil, butter, vinegar, salt, wine, live poultry, raisins and onions. Information from the book Once to Sinai: The further pilgrimage of Friar Felix Fabri, by H.F.M. Prescott, New York 1958. Of these only onions contain appreciable quantities of Vitamin C when raw but hardly any if they are sautéed. For obvious reasons boiling was not very popular in the desert.
[20]Deglet noor dates contain only 0.4 mg per 100 g. Medjool dates contain nil. Data from the United States Department of Agriculture.
[21]Robert A. Kinsman and James Hood, Some behavioral effects of ascorbic acid deficiency, The American Journal of Clinical Nutrition, April 1971.
[22]Fiona E. Harrison, Behavioural and neurochemical effects of scurvy in gulo knockout mice, Journal for Maritime Research, Volume 15, Issue 1, 2013.
[23]Report of a Committee of the Associate Medical Members of the Sanitary Commission on the Subject of Scurvy with Special Reference to Practice in the Army and Navy, Washington 1862, p. 17.
[24]Observations on the Scurvy, 2ndEdition, London 1792, pp. 44 – 45.
[25]For example Richard Walter, A voyage round the world in the years MDCCXL, I, II, III, IV, 5th edition, London 1749, p. 101 and James Lind, A Treatise on the Scurvy, London 1772, p. 132 and p. 281.
[26]Thomas Trotter, Observations on the Scurvy, 2nd Edition, London 1792, p. 48.
[27]De Scorbuto, vel Scorbutica passione Epitome in 1541.
[28]“… aliquoties vero desinit subito, ac mortali deliquio animi”.
[29]The letter was addressed to a Dr Blienburchius of Utrecht. See Petrus Forestus, Observationum et Curationum  Medicinalium, Tomus Secundus, Libri decem posteriores, Rouen 1553, p. 419.
[30] De magnis Hippocratis Lienibus Libellus, Antwerp 1564, pp. 26a – 31b.
[31] See De magnis lienibus Hippocratis, Plinique stomacace seu sceletryrbe epistola of 1555 in page 152 of Ronsseus’ De hominis primordiis hystericisque affectibus centones, published in 1559. I am indebted to Theodoor Goddeeris for pointing this out.

Ο πολιτισμός της ρύπανσης

$
0
0
Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ 

Το καλοκαίρι σιγά-σιγά μάς αφήνει και το διαδέχεται το κατ’ άλλους μελαγχολικό, κατ’ άλλους ερωτικό φθινόπωρο. Οι πρώτες βροχές έπεσαν και για τους πιο ρομαντικούς έκαναν την εμφάνισή τους, σε κάποιους απόμερους, όχτους οι ντροπαλές κοπελούλες. Αυτές υπενθυμίζουν σε κάποιο μικρό βάζο του σπιτιού μας την αλλαγή του καιρού και τον ερχομό της πιο καταθλιπτικής, τουλάχιστον για τις επαρχιακές περιοχές, εποχής, του χειμώνα, που είναι απαραίτητος για την αναζωογόνηση της φύσης και την καρποφορία της, αλλά μας κλείνει στο σπίτι και τον εαυτό μας.

Μα τα ταπεινά, γι’ αυτό και πανέμορφα, αυτά αγριολούλουδα δεν είναι η μόνη υπενθύμιση για ένα τέλος και μιαν αρχή. Αυτό ίσως γινόταν παλιότερα, τότε που το νησί μας το κατοικούσαν μόνο οι Ζακυνθινοί και αυτοί το χαίρονταν. Σήμερα, με την μεγάλη τουριστική ανάπτυξή του, τα πράγματα άλλαξαν και λίγοι θυμούνται τα πολλά υποσχόμενα κυκλάμινα, που ανθίζουν, όπως εντοπίζει και ο ποιητής, ακόμα και «στου βράχου τη σχισμάδα»

Άλλες είναι πια στις μέρες μας οι γραφικές και συχνά θλιβερές και μουντές εικόνες, που μας λένε πως η ανάπαυλα έλαβε τέλος και πως η καθημερινότητα θα μας ξαναγεμίσει πλήξη. Ανάμεσά τους και όλες εκείνες οι παρωχημένες φάτσες, του δήθεν πολιτισμού μας, που κρέμονται σε μορφή παρακμής σε Χώρα και χωριά, είτε στις πολυάριθμες αφίσες, είτε στα δεκάδες πανό. 

Ο κάθε τηλεοπτικά επιτυχημένος, η πιο σωστά προβεβλημένος, την εποχή που το μαγικό κουτί προβάλει επαναλήψεις, λόγω οικονομίας και μη τηλεθέασης, με αφορμή τα «μπάνια του λαού», αφήνει το υδροκέφαλο κέντρο και οδεύει προς την κάποτε αγνή επαρχία, για να κάνει την αρπαχτή του και μαζί και τις διακοπές του. Σχηματίζει αρπακόλλα θιάσους, ετοιμάζει συναυλίες και οι διάφοροι, δίχως όραμα και σκοπό Δήμοι της επικράτειας, τα συμπεριλαμβάνουν όλα αυτά στο πολιτιστικό πρόγραμμά τους, για να εκπολιτίσουν και να ψηφοθηρήσουν. Έτσι, αυτό που γίνεται σήμερα στη Ζάκυνθο, επαναλαμβάνεται μετά στα γειτονικά Λεχαινά και κατόπιν στον Πύργο. Ακολουθούν η Αμαλιάδα, η Πάτρα και το Αίγιο. Επιβεβαίωση για τα γραφόμενα οι διαφημιστικές αφίσες, που κάποιος, που αφήνει το νησί μας και ταξιδεύει απέναντι, βλέπει σε όλη την εθνική οδό, με αλλαγμένες μόνο τις ημερομηνίες. Με άλλα λόγια, ισοπέδωση των αξιών, ισοπέδωση και του «πολιτισμού». Η ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου έχει ξεχαστεί κι εμείς, ανεύθυνα υπεύθυνα, συνεχίζουμε το έργο της χειμερινής τηλεοπτικής καταστροφής, κατακαλόκαιρα. 

Μα δεν σταματά εκεί το κακό. Το άδικα καταναλωμένο αυτό χαρτί, που σπαταλιέται, εκτός των άλλων άσκοπα, όταν σημαντικοί συγγραφείς παρακαλούν για την έκδοση πολύτιμων βιβλίων τους, παραμένει και μετά τις αρπαχτές εκδηλώσεις και συνεχίζει να ρυπαίνει όχι μόνο αισθητικά, αλλά και πρακτικά. 

Κοντεύουμε να μπούμε στην μέση του Σεπτέμβρη και οι κουρελαρίες των αοιδών και των σκυλάδων, σχισμένες συχνά από τους πρώτους αέρηδες, μισοπαραποιημένες από τις πρώιμες βροχές, πλαισιώνουν αντιαισθητικά την καθημερινότητά μας, καρφωμένες σε στύλους και ντόπιες, κολλημένες σε τοίχους και εγκαταλελειμμένα οικοδομήματα και μας θυμίζουν πως για μια ακόμα φορά οδηγηθήκαμε στο κενό. Τεράστια αεροπανό, επίσης, αφημένα στην τύχη τους, απειλούν κακότεχνα, πάνω από τα κεφάλια μας και τονίζουν θλιβερά τον κίνδυνο της μετατροπής ενός θαλερού ανθόκηπου σε άγονο χωράφι με τσουκνίδες. Έτσι, δεν μπορεί κανένας ευαίσθητος και σκεπτόμενος, να μην ξεχάσει την αξιοσέβαστη εικόνα της πάνω πλατείας μας, όλον σχεδόν τον Αύγουστο, που στο κεντρικό φωτιστικό της κι εκεί που διεξήχθηκαν τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας του τόπου μας, υπήρχε κρεμασμένο ένα τεράστιο πανό, με την αναγγελία εκδήλωσης λαϊκής αοιδού, που σίγουρα τοποθετήθηκε εκεί για να τονίζει καθημερινά το τι ακούνε σήμερα τα παιδιά και τα εγγόνια όλων αυτών, που όταν έλεγαν θέατρο, εννοούσαν όπερα! 

Αλήθεια, δεν θέλω να επέμβω στα μουσικά γούστα κανενός, όπως κανένας δεν θέλω να επέμβει στα δικά μου. Σαν φορολογούμενος πολίτης, όμως, και μάλιστα σαν Επτανήσιος, που όψιμα γνώρισε και το χαράτσι, απαιτώ να μην υπάρχει, αν όχι πολιτιστική, τουλάχιστον αισθητική ρύπανση του τόπου μου. Επιτέλους να εφαρμοστεί ο νόμος για την απορρύπανση και να μην ντρέπομαι για την κατάντια μας. Τον εαυτό μου μπορώ να τον διαφυλάξω από την κατρακύλα, μη πηγαίνοντας πουθενά. Δεν ανέχομαι όμως τα σκουπίδια στην καθημερινότητά μου. Μακάρι κάποιοι να τολμήσουν την κάθαρση της πόλης, του νησιού και του πολιτισμού μας. Η ιστορία θα τους δικαιώσει!

Μαρίας Κοτοπούλη: «ΠΟΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΠΟΥ’ ΠΛΕΟΥΣ’ ΕΙΣ ΤΟ ΚΥΜΑ;»[i]

$
0
0
«Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον»[ii]






Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η Πηνελόπη Δέλτα δηλητηριάστηκε την ημέρα που μπήκαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί. Όχι, δεν μπορούσα. Τώρα έβλεπα κι εγώ τους «Γερμανούς» ξανά να μπαίνουν στα Βαλκάνια, στην πόρτα της Πατρίδας μου.

                                    «Ωω
                                    τρεμάμενά μου πόδια, προχωράτε
                                    προχώρα,δύσμοιρη, προχώρα
                                    μέρες σκλαβιάς σε καρτερούν.»[iii]

Σκεφτόμουν, καθώς έβλεπα τους εξαθλιωμένους  πρόσφυγες με την αποκρυστάλλωση της δυστυχίας στα πρόσωπά τους να περπατούν στο πουθενά και να μονολογούν:
Κανένας δε με ρώτησε για τους βομβαρδισμούς.
Κανένας δε με ρώτησε την πείνα, τη δίψα, το κρύο αν αντέχω.
Κανένας δε  με ρώτησε, αν ετοιμόγεννη  είμαι  και πώς τόση ταπείνωση θα αντέξω.
Κανένας δε  με ρώτησε, αν θέλω, αν μπορώ να ζω, σκλάβα, εξόριστη σε ξένη χώρα.
Κανένας δε μου είπε, πού είναι ο άνδρας μου, ο πολυαγαπημένος. Πού είναι το μονάκριβο παιδί μου,  ποιος σκότωσε τ’ αδέρφια  μου, πού χάθηκε ο τρυφερός μου φίλος.
Κανένας δε μου είπε, πότε θα ξαναδώ το πατρικό μου σπίτι.

        «Πριν έρθει ο θάνατος με θανατώσανε οι συμφορές»[iv]

Άκουσα ότι ένα «Χάρισον» της RAFχτύπησε 24 αμάχους.
Ήταν στυγνή δολοφονίααυτή που ο στρατηγός ονόμασε «λάθος».
Άκουσα ότι πύραυλοι σκότωσαν 80 πρόσφυγες, που είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Ήταν στυγνή δολοφονία, αυτή που ο  στρατηγός ονόμασε «λάθος».
Άκουσα για το τρένο που χτύπησαν και ξαναχτύπησαν οι πύραυλοι. Πόσοι να είναι άραγε οι νεκροί; Δέκα, άκουσα πως ήταν. Μα πρέπει να είναι πιο πολλοί. Πώς να μετρήσεις σάρκες και κόκκαλα  παντού διασκορπισμένα;
Μα ο στρατηγός,«λάθος» ονόμασε το χτύπημα αυτό. Κοίτα εσύ και οι όμοιοί σου τ’  αποκαΐδια του τρένου της ντροπής, τις σάρκες σπαρμένες στη γη και πες μου, αν τολμάς να πεις, την καθαρή αλήθεια.
Μόνο, για «λάθος» μη μιλήσεις, στρατηγέ, ήταν στυγνή δολοφονία.
Μη λες σε μένα πως λυπάσαι στρατηγέ, ω, ναι, λυπάσαι, που απόμειναν λίγες σάρκες σκορπισμένες, ενώ έπρεπε σύμφωνα με το σχέδιό σου σκόνη να είχαν γίνει.
Για να έρθουν οι νέοι τύραννοι της Γης  να κάνουν  τον περίπατό τους πάνω στη «σκόνη μου».

                                    «Φωτιά καίει τη χώρα που με γέννησε»[v]

Μη λες σε μένα πως λυπάσαι, στρατηγέ, γιατις ανεξίτηλες σφραγίδες που  σφράγισες το χέρι μου.  Ξέρω, το μέτωπο θα προτιμούσες.
Άξιοι μαθητές, ξεπέρασαν τον διάβολο των κρεματορίων. Εύγε! Πόσο θα καμαρώνει για τους απογόνους του!
Και οι μνήμες να είναι ακόμα ζωντανές.
Έλληνες της Μικράς Ασίας, σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Σας θυμίζουν τους Άγγλους μακελάρηδες που σας πετούσαν στη θάλασσα από τα πλοία τους; Σας θυμίζουν τους Γάλλους επαναστάτες, που σας έριχναν βραστό νερό μην τύχη και σκαρφαλώσετε στα αντιτορπιλικά τους; Ναι, σας θυμίζει, πόσο σας «προστάτευσαν» από τη σφαγή των Τούρκων.
Ινδιάνοι της Αμερικής, σας θυμίζουν τίποτα όλα αυτά; Ποτέ δεν έμαθα πόσοι στ’ αλήθεια ήσασταν  και πόσοι τώρα έχετε απομείνει.

                                    «Βάσανα που ’χει ο άνθρωπος,
                                    βάσανα που ’χει και πώς να μάθει
                                    το μαύρο τι του γράφει ριζικό του[vi]         

Και η Χιροσίμα να είναι τόσο κοντινή και τόσο κοντινό το Ναγκασάκι.  Και της Κορέας, του Βιετνάμ, του Ιράκ οι νεκροί, όλοι εδώ είναι, όλοι. 

Δύο εκατομμύρια νεκροί του Σουδάν.
Ένα εκατομμύριο νεκροί της Αγκόλα.
Ένα εκατομμύριο νεκροί της Ρουάντα.
Ένα εκατομμύριο νεκροί του Θιβέτ.
300.000 χιλιάδες νεκροί της Σομαλίας.
250.000 χιλιάδες νεκροί της Λιβερίας.
200.000 χιλιάδες νεκροί της Ινδονησίας.
80.000 χιλιάδες  νεκροί της Αλγερίας.
56.000 χιλιάδες νεκροί της Σρι Λάνκα.
37.000 χιλιάδες νεκροί Κούρδοι της Τουρκίας.[vii]

Και  για τους σημερινούς, αμέτρητους σφαγιασμούς υπάρχει κάποιος αριθμός; Ποιον, αλίμονο, να πρωτοθρηνήσω;
Πόσες χιλιάδες ώρες πρέπει να σταθούμε προσοχή για τους νεκρούς μας;
Πόσες χιλιάδες σιωπές θα είναι, άραγε, αρκετές; Μνήμη φρικτή, αδυσώπητη για τους φονιάδες.

«Τους θεούς που κράζουμε βοηθούς μας
                                    τους καλούμε ξανά πρώτο αντιστύλι
                                    στους φόβους μου αυτό[viii] 

Αλίμονο, οι νέοι τύραννοι πόσο καλά με «προστατεύουν», ώστε να μη βρω να θάψω ούτε καν τα κορμιά των συνανθρώπων μου. Τα διαμέλισαν σε χίλια δυο μικρά κομμάτια. Μου έδειξαν τις φονικές τις λάμες, μέσα στο απατηλό σχήμα μιας κίτρινης μπάλας παιχνιδιού. Η ΦΡΙΚΗ, σε συσκευασία παιχνιδιού. Μου έδειξαν ακόμα και τον τρόπο που το κάνουν για να συνηθίσω στη φρίκη. Το ίδιο κάνουν σήμερα  οι «άρχοντες» της Γης. Μας χειραγωγούν σιγά, σιγά μα σταθερά. Μας συνηθίζουν στην φρίκη, στην ευτέλεια, στον άδηλο πόλεμο- ποιο τρομερό κι από τον φανερό- των ναρκωτικών, της βίας, της οικονομικής δυσπραγίας, της ένδειας, της δυστυχίας. Κι αν σήμερα φωνάξει ο Ποιητής ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΊΤΕ, θα τον ακούσουμε  μέσα σε τούτο τον ορυμαγδό της ΦΡΙΚΗΣ;
Άκουσα όμως πως βομβάρδισαν το κοιμητήριο και τάραξαν, οι ασεβείς, ακόμα και τον ιερό ύπνο των νεκρών. 
Αααααααααααα, να τους πνίξει η κραυγή μου. Πόνο δεν έχω γι αυτούς κανέναν. Αααααααααααααα, να τους κάψει ο πόνος μου, να γλιτώσει για πάντα ο κόσμος από τους «Κρέοντες».
Μα ούτε καν «Κρέοντες» θα τολμούσα να τους πω. Τουλάχιστον αυτός, ο βασιλιάς, ήταν τραγικά εγκλωβισμένος στην αίσθηση του πολιτικού χρέους, αν και δεν ξέρω, αν ο φόνος των ολίγων είναι μικρότερο κακό από τον φόνο των πολλών. Τούτοι κρυμμένοι πίσω από τον «τρόμο» των πυραύλων τους, σκοτώνουν κι ύστερα κομπορρημονούν.
 «Άρχοντες», μη  λέτε σε μένα ότι ντρέπεστε για την κατάντιά μου. Δεν δέχομαι τη ντροπή σας. Ας εξαντλούσατε, «ω, άνδρες» του πρόσκαιρου τούτου κόσμου, τις δυνατότητες που σας δίδει το δημόσιο αξίωμά σας για να μην ντρέπεστε.
Αφήστε λοιπόν σε μένα τη ντροπή,  σε Μας, που μας καταντήσατε ανίσχυρους, δειλούς, μοιραίους, άβουλους, να

« προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα[ix]

Τώρα, νομίζω πως κατάλαβα, γιατί η Πηνελόπη Δέλτα δεν πρόσμενε το «Θάμα» κι έφυγε τόσο άδικα.
Αλλά τώρα που τα «Θάματα» τελείωσαν, δολοφόνοι και καταχραστές πρέπει να μας απαντήσουν.
                        Με ποιο δικαίωμα μας σκοτώνουν;
Με ποιο δικαίωμα ρημάζουν την Πατρίδα μας,  μας    
εξορίζουν και μας σέρνουν στη σκλαβιά;
Με ποιο δικαίωμα αφανίζουν το μέλλον των παιδιών μας;






[i]Ανδρέα Κάλβου. ΛΥΡΙΚΑ.  Ωδή τρίτη. ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ.
[ii]Π. Κ. Καβάφη. ΤΕΙΧΗ.
[iii]Ευριπίδη Τρωάδες [ 1345] Μετ. Τάσος Ρούσσος.
[iv]Ευριπίδη Εκάβη [429]  Μετ. Αθ. Παπαχαρίσης.
[v]Ευριπίδη Τρωάδες [842]   Μετ. Αθ. Παπαχαρίσης.
[vi]Ευριπίδη Ιφιγένεια Η εν Αυλίδι . [1300] Μετ Κ. Γεωργουσόπουλος [Κ. Χ. Μύρης].
[vii]Περιοδικό TIMEΕφ. Καθημερινή. Αρ. Γιάννη Χρυσάφη.
[viii]Ευριπίδη Ικέτιδες [626] μετ. Τάσος Ρούσσος.
[ix]Κώστα Βάρναλη. ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ.

Η Ανάσταση του Σταυρωμένου

$
0
0
Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, πήγα την ημέρα της γιορτής του, στις 14 του Σεπτέμβρη, στο ιστορικό εκκλησάκι του Σταυρωμένου, στην αρχή του δρόμου του Κρυονεριού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το θεωρώ πάντα απαραίτητο. Ίσως για τις παιδικές μνήμες, ίσως επειδή είναι ένα από τα ελάχιστα κομμάτια της γνήσιας Ζακύνθου, που αντιστέκεται ακόμα, έστω και με δεκανίκια, ίσως επειδή η εποχή της γιορτής το επιβάλλει, μια και τα ήσυχα βράδια του πρώιμου Φθινόπωρου έχουν μια γλύκα γαλήνης, σε αντίθεση με την αναστάτωση της Άνοιξης.
   Ο μικρός αυτός ναός, έχει, για μένα τουλάχιστον, μια μαγεία κι έναν συμβολισμό. Τον βρίσκεις, αν ψάξεις, μέσα στις κακοτεχνίες του μπετόν του νεοπλουτισμού της μετασεισμικής Ζακύνθου, με την βλασφημία κάποιων μπαλκονιών, που τον καταπάτησαν, να υπογραμμίζει την έλλειψη  σεβασμού και παιδείας και το χορτάριασμα της εγκατάλειψης και τον ανακαλύπτεις, αν αγαπάς και ψάχνεις.
   Είναι μια μικρή λεπτομέρεια της πόλης που χάθηκε οριστικά τις φοβερές εκείνες ημέρες της θεομηνίας και της αδιαφορίας του Αυγούστου του 1953 και σαν τις ξεθωριασμένες εικόνες της προσπετίβας του, τον βλέπεις, αν έχει μάτια η ψυχή σου.
   Χρόνια τώρα πηγαίνω εκεί την μέρα της ευωδίας των βασιλικών και ομολογώ πως τελευταία μόνο θλίψη μου προξενούσε η εθιμική μου αυτή και όχι μόνο επίσκεψη. Κάθε χρόνο και χειρότερα και άρχισα να πιστεύω πως κάποια χρονιά δεν θα βρω την εκκλησία στην θέση της, επειδή η προτίμηση του «Παναγιώτη» θα την έχει κάνει οικόπεδο με καταρρέοντα ερείπια. Πέρσι σκέφτηκα, μάλιστα, πώς μπορούν και λειτουργούν σ’ ένα τέτοιο κτίριο, που μόνο ιερό χώρο δεν θυμίζει. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, τα παράθυρα έχασκαν, η μούχλα κυριαρχούσε κι όλα θύμιζαν αποθήκη, παρά εκκλησία.
    Φέτος, όμως, μια χαρά με περίμενε, μαζί με την υπόσχεση μιας σωτηρίας. Επιτέλους ο ναός θύμιζε ναό. Απ’ ότι έμαθα, συζητώντας με τους ενορίτες και τους γειτόνους, αυτοί οι ίδιοι, με πρωτοπόρο το νέο εφημέριο της Αγίας Τριάδας, στην οποία ανήκει τελευταία το παρεκκλήσιο, με δική τους πρωτοβουλία, αλλά και προσωπική εργασία, φρόντισαν το μνημείο τους και του έδωσαν και πάλι, όπως αρμόζει, ανθρώπινη μορφή.
   Αληθινά το χαιρόσουν και ελπίζω πως με την ευαισθησία των παραπάνω, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση των ενοριτών – ιδιοκτητών των εκκλησιών της Επτανήσου κι όχι τη νεοαποκτηθείσα ιδιότητα των δημοσίων υπαλλήλων, οι εργασίες θα συνεχισθούν και πως ο Σταυρωμένος θα σωθεί, δίχως όλα εκείνα τα πρόσθετα στοιχεία, τα οποία, σαν αναίσχυντη σουάντζα, τον περιβάλλουν.
   Είναι ελάχιστα, αλλοίμονο, τα στοιχεία, που θυμίζουν την ιστορία μας και την επιβεβαιώνουν. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τις εκκλησίες της πόλης μας, αλλά και αρκετές των χωριών μας, είναι άσχετες με την αρχιτεκτονική μας παράδοση κι έχουν χτισθεί βιαστικά, μετά την καταστροφή και δίχως σεβασμό στην ιστορία μας.
   Δυο-τρεις είναι αυτές που έχουν ταυτότητα και κακότυχα δεν είναι και ενορίες. Τις μετράς στα δάχτυλα του ενός χεριού και εύκολα και δίχως κόπο μπορείς να τις κατονομάσεις: ο Άγιος Νικόλαος του Μόλου, η Κυρία των Αγγέλων, η Φανερωμένη κι ο Σταυρωμένος. Παρά μία και θα ’κανες μ’ αυτές το σταυρό σου, όπως θα ’λεγε και ο ιερομόναχος Διονύσιος του Σολωμού. Οι άλλες πανομοιότυπες, σαν στρατιώτες απρόσωποι ή κόλαφος για όσους μόχθησαν και σχεδίασαν αυτές τις αλησμόνητες, που έδωσαν την επωνυμία της «Φλωρεντίας της Ανατολής» στο κάποτε «Φιόρο του Λεβάντε».
  Θα μπορούσαν να είχαν σωθεί κι άλλες, μα δεν σώθηκαν. Ό,τι άφησε ο σεισμός, ό,τι ξέχασε η φωτιά, το αποτελείωσε η ανθρώπινη άγνοια κι απληστία. Έτσι εμείς οι νεότεροι έχουμε τεράστια ευθύνη γι’ αυτό το ελάχιστο που απόμεινε και πρέπει απαραίτητα να το διατηρήσουμε και να το παραδώσουμε στους επόμενους.
  Όσοι ξέρουν έστω και βασικά στοιχεία της τοπικής μας ιστορίας, πρέπει να γνωρίζουν πως στους προσεισμικούς ναούς υπήρχαν κι οι τάφοι των προγόνων μας. Έτσι αυτοί δεν ήταν απλά μια ενορία κι ο τόπος των γάμων, των βαπτίσεων, των κηδειών και των μνημόσυνων της οικογένειας, αλλά μια προέκταση του σπιτιού μας. Ο τόπος των δικών μας ανθρώπων. Η στερνή κατοικία των προγόνων μας. Οι ταφόπλακες του δαπέδου του Σταυρωμένου το επιβεβαιώνουν. Ανάμεσα σ’ αυτές κι εκείνη του μεγάλου φιλικού και πατριώτη Άνθιμου Αργυρόπουλου.
   Αξιέπαινοι ο εφημέριος, οι γαστάλδοι κι οι ενορίτες, που ανάλαβαν την προσπάθεια της συντήρησης του μνημείου τους. Επειδή, όμως, δεν είναι μόνο δικό τους, αλλά και δικό μας, ας τους στηρίξουμε. Μετά τον Εσταυρωμένο ακολουθούν πάντα η Γκλόρια κι η Ανάσταση. Ας τις δούμε και στο νησί μας.


Ανθούλας Δανιήλ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, από το δνοφερόν στο αείφωτον

$
0
0

Μια σπουδή στη «Σπουδή γυμνού», από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ

Αν είσαι από τους Ατρείδες άμε
σ’ άλλα μέρη να ολολύξεις.  Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει
εδώ που ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης υπαρχτό
με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα  -

Κοίταξε: πώς η μνήμη δένει τα μαλλιά
πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα
τρέμοντας απ’ την τόση αλήθεια·
                                                                            πώς
τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·
κάτι  θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς
να ’ναι γενναίος ή δυνατός.
                                             Να υπάρχει μόνον.

Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του
       ανθρώπου
 από το δνοφερόν στο αείφωτον  ψαύοντας δάχτυλο δάχτυλο εωσότου ο κόλπος
όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα
που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·       

ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα
     πέλματα.

Επειδή δε γίνεται. Ο περίπλους 
γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό   
τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο
αναποκάλυπτο παρθένας που ξαναγεννιέται
ν’ απαλείφει τον φόνο και να κατασιγάζει τις κραυγές
των θυμάτων·απαρχής της Ιστορίας ως σήμερα
ένα σώμα λείο γυμνό: η δικαιοσύνη.

Ο Ελύτης, προσωποποιώντας τις ιδέες του, όπως οι Αρχαίοι Έλληνες  τις δικές τους, δίνει μορφή, σώμα και πρόσωπο αρχαίας Κόρης στη «συνείδηση» που «ανατέλλει» στο ποίημα, «με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα». Θεοφάνεια θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την εικόνα της Κόρης, η οποία, πέρα από την πλάγια θρησκευτική της αναφορά, ανατέλλει σαν Ήλιος και θυμίζει τη Φεγγαροντυμένη, του Διονυσίου Σολωμού που, κι εκείνη κάπως έτσι ανατέλλοντας, «κατεβαίνει Ασπροντυμένη οχ το βουνό». Κι όπως, επίσης,  εκείνη, η άλλη που αναφαίνεται στο Ημερολόγιο…: «Από μακριά την είδα να ’ρχεται κατά πάνω μου. Φορούσε παπούτσια  πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη»[1]. Οι εικόνες αυτές, πέρα από ό,τι, εν πρώτοις, δείχνουν, είναι διαποτισμένες από ένα άρωμα αγιότητας και, νομίζω,  μας γυρίζουν πίσω στο χρόνο της πρώτης ύπαρξης ή, καλύτερα, στο χρόνο της συνειδητοποίησης. Η εναρκτήρια προειδοποίηση του ποιητή, «Αν είσαι από τους Ατρείδες άμε /σ’ άλλα μέρη να ολολύξεις.  Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει /εδώ», είναι σαφής. Οι «Ατρείδες» μπορεί να αλληλοσκοτώνονται  για τη διαδοχή στο θρόνο, όπως και οι Λαβδακίδες, κι έπειτα να ολολύζουν, αλλά αυτό συμβαίνει μετά, σε χώρο και χρόνο, μυθικά, υπαρκτό. Στο α-χωρικό και α-χρονικό «εδώ» του ποιήματος όμως, που σηματοδοτεί τη γέννηση της συνείδησης, δεν έχουν τόπο οι θρήνοι, δεν έχει κάνει την εμφάνισή του ακόμα το κακό. Πιστεύω πως αυτή η ίδια Κόρη, έχει εξελιχθεί σε Μητέρα, Παναγία, που βλέπουμε να μετατοπίζεται στο τέμπλο και «να κρατά στην αγκαλιά της μικρές άσπρες φλόγες», σε μια εποχή «γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς και αίματα» και που μόνη αυτή «συντηρούσε /τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά»[2].  Συνεξετάζοντας τα κείμενα, μπορούμε να δούμε τις σχέσεις των Ατρειδών με τις επαναστάσεις, τους ξεσηκωμούς και τα αίματα. Με τη σπατάλη  της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή.

 Ο ποιητής, κατ’ αρχάς συντάσσεται με τη ζωή. Θαμπωμένος από το θέαμα, νιώθει την αστραπή του μυαλού  και γεννάει το θαύμα που τώρα κατακλύζει τις αισθήσεις του.  Είναι το νοητό που κατέστησε αισθητό, το αόρατο που έκανε ορατό. Είναι το είδωλο της ιδέας  Κόρης, που ολοζώντανη έρχεται προς το μέρος του. Την κοιτάζει και την περιγράφει. Στη συνέχεια την ονομάζει «μνήμη»·μνήμη πριν από την Ιστορία,  «ηλικία της γλαυκής θύμησης» είχε πει παλαιότερα, όπου και τότε μια Κόρη «βαμμένη από την ανατολή του ήλιου/ με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια/ και με την υγεία του ήλιου στο κορμί/ … βαθιά στις θαλασσοσπηλιές και στα ευρύχωρα όνειρα» συγκλόνιζε τη σκέψη του με ερωτηματικά. Τώρα η Κόρη έχει δεμένα πίσω τα μαλλιά, όπως κάθε αρχαία Κόρη, και το πρόσωπο με ελαφρά κλίση προς τα κάτω, όπως πιστεύω ότι δείχνουν τα «ματόκλαδα» και διάφορες, σε αγγεία, απεικονίσεις. Εδώ αναγκαστικά, η όλη παρουσία θυμίζει μια ακόμη φιγούρα σολωμική·τη «Δόξα» στα Ψαρά που, περπατώντας με το κεφάλι γερτό, «μελετά τα λαμπρά παλικάρια». Και κοιτάζει «τρέμοντας». Γιατί «τρέμοντας»; Από δέος μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει ή θα συμβεί ή από  φόβο;  Ο ποιητής όλος μέσα στην απορία και στο θαύμα, κοινός θνητός, σε έκσταση παρατηρεί: «πώς τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες» και είναι αυτά τα σημεία της ερωτικής έλξης, όπου το μάτι μπορεί να αγκιστρωθεί.

(Σχετικά με τους «ώμους», αλλά και τα «ματόκλαδα» έχουμε ανάλογη αναφορά και στον Γιώργο Σεφέρη, στο ποίημα «Ελένη», όταν ο Τεύκρος κατάπληκτος παρατηρούσε την Ελένη:

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.

Η συγγένεια της περιγραφής και της μιας και της άλλης Κόρης είναι προφανής. Οι ποιητές μας, είναι της ίδιας  γενιάς, της ίδιας σχεδόν καταγωγής  και παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας και, παρά τις διαφορές τους, μοιάζουν. Και η ομοιότητα θα φανεί πιο κάτω, όταν ο Ελύτης θα αποφασίσει να ψαύσει το θαύμα, όπως ο Σεφέρης επιζητούσε την αφή των πραγμάτων. «Ό,τι μου ’λεγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω». Η ψηλάφηση είναι του  τυφλού η γνώση).

 Το ξάφνιασμα του ποιητή, μόνο με την έκπληξη του Τεύκρου μπορεί να παραλληλιστεί. Κι ενώ είναι γνωστό πως σε όλη του τη ζωή περιμένει το θαύμα και το προκαλεί, μπροστά στη λαμπερή Κόρη, που, άλλωστε  κανείς δεν μπορεί να είναι  «γενναίος ή δυνατός», λυγίζει. Κι εκείνο που ζητά είναι: «Να υπάρχει μόνον» στην πρώτη αρχή της ύπαρξης, «όπως την πρώτη μέρα μας στη γη»[3], έλεγε τότε και πιστεύω πως για την ίδια μέρα πρόκειται και τώρα. Κι εδώ είναι που συντελείται το μυστήριο. «Να υπάρχει μόνον. Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια». Τώρα πια μπαίνει το πρώτο συστατικό της θυσίας στο τελετουργικό τραπέζι. Το ζωογόνο  αίμα και τα σταφύλια είναι συγγενή. Τα σταφύλια του Διόνυσου θα ακολουθήσουν το μακρύ δρόμο από «το δνοφερόν στο αείφωτον» και από σταφύλια θα γίνουν κρασί και από κρασί στην Αγία Τράπεζα, θα  μεταστοιχειωθούν σε αίμα του Ιησού, θυσία για τη ζωή.  Μακρύς ο δρόμος από τον μύθο στη δημιουργία. Προσέχουμε τις λέξεις και την  καταγωγή τους·πανάρχαιες,  έχουν και αυτές διανύσει τον μακρύ δικό τους δρόμο του φωτός, ξεκινώντας από τον Όμηρο, τον Ησίοδο,  τους τραγικούς και  διασχίζοντας το μύθο φτάνουν σε μας, συνοδοιπόροι της ζωής.

Αυτό τον μακρύ δρόμο ο ποιητής θα επιχειρήσει να  ψαύσει, στην «σπουδή γυμνού», σαν καλλιτέχνης, ζωγράφος. Με τη διαφορά  ότι ο ζωγράφος θα παραμείνει απέξω, επεξεργαζόμενος τη νέα, λεία, γυμνή επιφάνεια, ενώ ο ποιητής θα εισχωρήσει στη «μήτρα τη σκοτεινή»[4]και «δάχτυλο το δάχτυλο» θα επιχειρήσει να λύσει το «αίνιγμα που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί». Αυτού του «αινίγματος» είχε αναζητήσει τη λύση και  στη «Μαρίνα των βράχων», στον ουρανό και στο βυθό  της θάλασσας, άλλοτε ψάχνοντας για αστέρι και άλλοτε για αστερία.  Αυτή τη φορά, όμως, συμπυκνώνει τον ουρανό  και τη θάλασσα στον χώρο «που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί». Σαν να έχει εντοπίσει πού είναι η μυστική κρύπτη, ποιος είναι ο θάλαμος των αρωμάτων. Παραπέμπω στο ωραίο ποίημα που ο UmbertoEccoσυμπεριέλαβε στο Όνομα του Ρόδου: «Osidusclarumpuelarum/ oportaclausa/ fonshortorum/ cellacustosunguentorum/ cellapigmentaria» Ω! άστρο λαμπρό των κοριτσιών! Ω! θύρα κλειστή! Πηγή σε κήπους, θάλαμε φύλακα των μύρων, θάλαμε με τ’ αρώματα!»[5])για να περιγράψει τη σημασία του «χώρου» και την έκσταση που γεννά στον «μύστη» του. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στον περίφημο πίνακα του LeonardoDaVinci,  Η Παναγία των βράχων, στης οποίας το μυστηριώδες και μεταφυσικό Σπήλαιο  γεννήθηκε το θείο βρέφος.   

Στην Παλαιά Διαθήκηπαραδίδεται πως η Εύα γεννήθηκε από το πλευρό του Αδάμ. Ο Ελύτης ακολουθεί, τη «σπουδή» του,  μια αντίστροφη πορεία ή, με δική του ορολογία, πορεύεται «βουστροφηδόν». Ξεκινάει  από το πλευρό της Εύας, κάνοντας τον περίπλου του  σώματός της, σαν καραβοκύρης, «από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα», κι  αυτός ο περίπλους «γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό» τον φέρνει  στην αρχή του άλλου σώματος, στο πλευρό του Αδάμ. Η καμπύλη του ενός σώματος γίνεται καμπύλη του  άλλου, όπως στους πίνακες του Πικασό.  Κι αυτός, ο Αδάμ, πρέπει να αποκαλύψει το μυστικό που είναι κρυμμένο βαθιά, πίσω από τα φύλλα του «τριαντάφυλλου». Φύλλο το φύλλο θα εισχωρήσει, θα οσφρανθεί τα αρώματα και θα βρει την «παρθένα» πηγή, μέσα από μια αίσθηση ιερότητας, στην οποία παραπέμπει η πράξη που γεννά και αναγεννά τη ζωή. «Έτσι συμβαίνει να κάνω έρωτα και να γίνομαι θρησκευόμενος από τους λίγους», λέει, χωρίς να μας ξαφνιάζει[6].

Εκεί, βρίσκεται η  πρώτη αρχή του κόσμου, εκεί σ’ αυτόν το παράδεισο, πριν από του Ατρείδες, στην απαρχή της Ιστορίας που «απαλείφει τον φόνο και κατασιγάζει τις κραυγές των θυμάτων». Όμως, το ποίημα τιτλοφορείται «Σπουδή γυμνού», σαν να μην είναι τελειωμένο το έργο, σαν το «αίνιγμα» να παραμένει άλυτο. Γιατί μπορεί να εντοπίστηκε ο μυστικός θάλαμος αλλά το μυστήριο παραμένει σκοτεινό. Και μάλιστα στο κάτω μέρος της σελίδας του τυπωμένου ποιήματος, παρατίθεται το συνοδευτικό σήμα από το Σηματολόγιοπου συνεπικουρεί: «Δεν εγεννήθηκε ακόμη ο Μαγελλάνος  ενός τριαντάφυλλου», με όποια άλλα συμπαραδηλούμενα μπορεί να γεννήσει  αυτό στο μυαλό του αναγνώστη.

Στην ίδια συλλογή και στο ποίημα «Through  themirror», ο στίχος «λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα», σε μια σύνθεση του πάνω με το κάτω, μιας λάμψης που έρχεται από τα «χρωματιστά του βότσαλα» και μιας άλλης από τα  «άστρα», δίνει στον ποιητή την ευκαιρία να συνθέσει τον ουρανό με τη θάλασσα και στο βυθό του ενός ή της άλλης, δεν υπάρχει διαφορά, να γονιμοποιήσει το μυστήριο της ζωής. Οι υπερρεαλιστικές καταβολές του Ελύτη δεν αφήνουν τη λογική να πρυτανεύσει στον έρωτα. Κι ο Ελύτης, υπέρμαχος, του έρωτα, τον καθαγιάζει ως πράξη πρώτη απ’ όλες γιατί είναι αυτή που μεταδίδει τη ζωή. Αν ένα αστέρι φώτιζε το Σπήλαιο της Βηθλεέμ, κάποια άλλα, και ας μην τα βλέπουμε, φωτίζουν τη ζωή των απλών ανθρώπων.  Και η «δικαιοσύνη», αυτή η τελευταία λέξη που κλείνει το ποίημα, μένει εκεί για να μας υπενθυμίζει ότι η ζωή δεν γεννήθηκε για να υπάρξει απλώς και για να «ολολύξει» ή να θυσιαστεί στις σκληρές ώρες, όταν  η Ιστορία γίνεται μοίρα για τους ανθρώπους. Η «δικαιοσύνη» είναι και πρέπει να είναι «ένα σώμα νέο λείο γυμνό», φρέσκο, αστραφτερό για να μας θυμίζει τη μακρά διαδρομή της ζωής. Και όπως λέει ο ποιητής, «Ένα σώμα γυμνό δεν παύει ποτέ να είναι πεδίο ανεξάντλητο και οι πρόγονοί μου οι Αιολείς διόλου άδικα, το νοούσαν όπως οι αμπελουργοί το σταφύλι· πιάνοντάς το από την καλλιέργεια και φτάνοντάς το στο κρασί»[7]. Ήτοι, από το φυτό στο χώμα, στο θάμνο, στον σταφύλι, στο κρασί, στο ποτήρι σαν νέα, λαμπερή, γυμνή, Κόρη, να την πιεις στο ποτήρι. Αν θυμηθούμε τα μικρά στάδια που προηγούνται της πόσης θα δούμε ότι είναι τέσσερα. Πιάνουμε το ποτήρι και το κοιτάζουμε, το οσφραινόμαστε και το πίνουμε. Έτσι συμβουλεύει και ο Ελύτης: «Να ’χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από ’κει μιλάει ο κόσμος. Από ’κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ.»[8],  διαφυλάσσοντας το μυστήριό της.




[1]Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Τρίτη, 7β».
[2]Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Τετάρτη, 15β΄».
[3]Προσανατολισμοί, «Ηλικία της γλαυκής θύμησης».
[4]Βλ. Το Άξιον Εστί,»Τα Πάθη» δ΄ «Σάλεψε σαν το σπέρμα *σε μήτρα σκοτεινή/ Το φοβερό της μνήμης * έντομο μες στη γη/ Κι όπως δαγκώνει αράχνη* δάγκωσε το φως/ ‘Έλαμψαν  οι γιαλοί/ κι όλο το πέλαγος»
[5] Μετ. Μιχάλης Μερακλής.
[6]Ιδιωτική Οδός,  «Πρόσω Ηρέμα» Β΄, ρέμα» Β΄Ηρσελ. 73.

[7]Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 52.
[8]Ιδιωτική Οδός, Δ΄,   σελ. 33.

Σπυρίδωνος Κατσαρού: ΥΠΑΡΞΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ

$
0
0
«Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα στις άδειες παλάμες».Γ. Σεφέρης

Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ – ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ – ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ

Αγαπητά Παραθέματα Λόγου,με αφορμή το κοσμοσωτήριο, θεολογικό – ανθρωπολογικό γεγονός – τη γιορτή της Πεντηκοστής, καθώς και τα όσα συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας χωρίς να είμαστε χρονικά κοντά στην εορτή, ζητώ τη φιλοξενία σας για να καταθέσω τις σκόρπιες στοχαστικές σκέψεις μου, επειδή θέλω να αποφύγω μια τυπική «κηρυγματική» ανάλυση – ανάπτυξή του.
Κατ’ εξοχήν στην υλόφρονα εποχή μας, έχουμε ανάγκη από μηνύματα, που τρέφουν και ενισχύουν τον αγώνα για την πνευματική και ηθική μας συγκρότηση.
Τα δυσοίωνα «σημεία» των καιρών στο επίπεδο της προσωπικής και συλλογικής μας ζωής είναι δείκτες του «μη επί τα βελτίω» μέλλοντος βίου.
Στα λόγια του ακαδημαϊκού μας κ. Ν. Βρεττάκου έχουμε με ωμό ρεαλισμό απόδοση του στίγματος της εποχής μας : ιδιοτέλεια και υποκρισία.
Η ιδιοτέλεια (υπερ-ατομισμός) ωθεί σε χρήση όλων των μέσω για προβολή και επιβολή μας.
Η υποκρισία προσβάλλει τη γνησιότητα των σχέσεων ανθρώπου – φύσεως, ανθρώπου – κοινωνίας. Γίνεται έκδηλη στην υπερβολή, μια διαστροφή του ενστίκτου για διάκριση και δύναμη, καθώς εκδηλώνεται ως εναγώνια προσδοκία για αναγνώριση και καταξίωση με αρχή πράξης το «homohominilupus». 
Κατά συνέπεια με ποια μέσα μπορούμε να πολεμήσουμε τους ιοβόλους δολοφόνους της γνησιότητας των σχέσεων του ανθρώπου με τον άνθρωπο;
Στο σημείο αυτό ας σταθούμε στο θρησκευτικό γεγονός. Έρχομαι σε αυτό λιτά όπως το περιγράφει η γραφίδα του αποστόλου.
« Και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερόμενης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον όπου ήσαν καθήμενοι. Και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός και εκάθισεν εφ’ έκαστον αυτών και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου και ήρξαντο λαλείν…» (Πραξ.β,2) 
Ελεύθερη έκφραση νοήματος :
«Ακούστηκε ξαφνικά μια βοή. Ερχόταν από τον ουρανό σαν ήχος, όπως όταν φυσά δυνατός άνεμος. Ο – ΉΧΟΣ – αυτός καθώς κατερχόταν στο υπερώο όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι μαθητές – Απόστολοι, έγινε – ΦΩΣ – που εκχύθηκε στη φύση και μοιράστηκε σε γλώσσες πυρός (φωτιάς) για να καθίσει πάνω στον καθένα. Η παρουσία του γέμισε το σπίτι και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου. Οι μαθητές άρχισαν να κηρύττουν στο λαό – τον αναστημένο Χριστό – τη σταυρωμένη Αλήθεια τους».

ΣΧΟΛΙΟ Α΄:
Στο ιστορικό βιβλίο της Κ.Δ. με τίτλο «Πράξεις – έργα Αποστόλων», ο ευαγ. Λουκάς μας δίνει με περισσή παραστατικότητα την εικόνα συνάντησης του υπερκόσμιου με το κοσμικό, του θείου και του ανθρώπινου στο φυσικό μας κόσμο.
Η «επιφοίτηση» του Αγίου Πνεύματος είναι ένα θαυμαστό – πραγματικό – σωτηριολογικό γεγονός. Είναι θαυμαστό, γιατί η αποδοχή του υπερβαίνει τη λογική και τους νόμους της φύσης. Είναι πραγματικό, γιατί αν και υπέρλογο, δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Όχι μόνο χωράει αλλά καθηλώνει τις αισθήσεις. Είναι σωτηριολογικό διότι αφορά την απολύτρωση κόσμου – ανθρώπου, από τη φθορά και τον θάνατο.
Έχουμε σε αυτό την παρουσία του ΤΡΙΤΟΥ (Γ΄) ΠΡΟΣΩΠΟΥ της Αγίας Τριάδος ως Ήχο και Φως. Τα σημεία αίσθησης «άκουσαν και είδαν» μαρτυρεί το ρεαλισμό του. Οι αισθήσεις μας είναι θύρες εισόδου του κόσμου των αντικειμένων στο βάθος του είναι, τη συνείδησή μας. Έτσι αποκτούμε την πείρα του.
Η εμπειρική Του σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο έχει ως φυσική συνέπεια δυο κοσμογονικές δωρεές :
α) την ανακαίνιση του κόσμου
β) την αναγέννηση του ανθρώπου
Η μία αφορά τη ζωή του κόσμου, η άλλη την ύπαρξη του ανθρώπου. Οι δύο μαζί υλοποιούν το θείο σχέδιο για τη σωτηρία της δημιουργίας. Κόσμος και ανθρωπότητα καινοποιούνται – ενοποιούνται δηλαδή ανανεώνονται και «όλα εν ώσιν».
-         «ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ» ( Απ.Κα,5)
Φανέρωση της καινοποίησης και ενότητας όλων είναι στον κόσμο η Εκκλησία.

ΣΧΟΛΙΟ Β΄:
Όμως για τον απλό άνθρωπο τι θα πει ανακαίνιση του κόσμου και τι αναγέννηση του ανθρώπου;
Έτυχε καμιά φορά να διψάσετε πολύ;
Η δίψα είναι στέρηση. Η στέρηση είναι απειλή φθοράς. Η φθορά είναι ερχόμενος θάνατος. Η φύση αντιστέκεται σε αυτό που έρχεται, χωρίς να το νικά. Η αντίστασή της κάμπτεται. Η ικανοποίηση της ανάγκης για ζωή συχνά υπερβαίνει το επίπεδο των αισθήσεων. Δείτε την εικόνα καθώς διψασμένοι πίνουμε νερό, λίγο ενδιαφέρει αν το ακούμε ή αν το βλέπουμε. Κάπως έτσι μέσα στον κόσμο και τον άνθρωπο που διψούν τη ζωή το Θείο συντελεί μυστικά την αναδημιουργία τους, ανάπλαση και μεταμόρφωση. Ο κόσμος μετέχει, ο άνθρωπος οικειώνεται προσωπικά τη ζωή, βιώνει την παρουσία της.
Η ύπαρξή μας και η ψυχή του κόσμου γεύονται τη ζωή ως τη νίκη πάνω στη φθορά και τον θάνατο. Εσωτερική αίσθηση πληρότητας και γεύση απάθειας στις προσδοκίες μας είναι τα σημάδια μετοχής. Όλα συμβαίνουν μέσα και όχι έξω από μας, όπως σε ένα αγριολούλουδο οι χυμώδεις λειτουργίες του ώσπου ν’ ανθίσει. Οι ασύδοτες ενστικτώδεις λειτουργίες του ανθρώπου μπλοκάρουν την άνθιση.

ΣΧΟΛΙΟ Γ΄:
Αν και το λογικό θα ήταν το κείμενο αυτό να έχει αφορμή μόνο την εορτή της Πεντηκοστής, άρα χρονικά να φαίνεται άκαιρο τώρα, η απορία αίρεται με το άχρονο και διαρκές νόημα ενός αναστημένου Χριστού ως συμβόλου τόσο θρησκευτικού όπως αρμόζει η παράδοση της εκκλησίας μας όσο και ενός Χριστού αγωνιστή για έναν άνθρωπο που παραδέρνει στα κύματα μιας αλλόφρονας εποχής ως ένα και το αυτό.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΗ ΣΤΟΧΑΣΗ:
Η ανακαίνιση του κόσμου και η αναγέννηση του ανθρώπου είναι η άνθισή τους. Για τούτο, αν ήλθες ως εδώ ζητητή οδοιπόρε Αφουγκράσου: Στο καταμεσήμερο της ροζιασμένης πεζότητας, καθώς έχουμε ανάγκη με καθάριο νερό βουνίσιας πηγής να ξεδιψάσει η σάρκα, έτσι «χρείαν ύδατος ζωής» έχει το πνεύμα μας, καθώς αλυσοδεμένο κινεί να γλιτώσει τη σήψη στο τέλμα της ηθικής παχυλότητας. Η ηθική μας εκλέπτυνση έχει για συνέπεια την ύψωση της ζωής στο καθολικό της επίπεδο όπου ως κορυφή των αξιών «αύγει έρωτα θείου φωτός».
Αυτού η λαμπρότητα φωτίζει και ουσιώνει τις γήινες επιδιώξεις μας καθώς πορευόμαστε αφανείς οδοιπόροι την έρημο της απόγνωσης. Μόλις και βγαίνω από το στοχαστικό μου λαβύρινθο, γιατί συναντώ απορημένη την κραυγή της σκέψης σου. Ποιος μπορεί να ονοματίσει τούτη την ομορφιά ζωής, έρημο απόγνωσης;
Μην κράζεις, μόνο κοίταξε. Κοίταξε και θα δεις. Εσύ κι εγώ, όλοι, εχθροί, φίλοι, πλούσιοι, πένητες, ισχυροί, αδύναμοι, όλοι πορευόμαστε σε κοιλάδα σκιάς θανάτου.
Μην πεις πως δεν βλέπεις ξεμέθυστος από το δυνατό ηδύποτο στη χλιδή της λήθης σου μέσα στα αγαθά και τη δύναμή σου όλη την ασχήμια στη χωματένια της γυμνότητα.
Ματαιότης ! Με ονομάτισες κιόλας απαίσιο κοράκι; Όχι. Μάθε πως τ’ αηδονιού το τραγούδι δεν κάνει γλυκύτερη μια πίκρα ψυχής. Με το όχημα Γη και αναμμένα τα φώτα πορείας δίχως το φως σερνόμαστε ή κολλάμε αιφνιδίως στο βουβό καταλυτικό τέλος, την απόλυτη εκμηδένιση.
Οι σηματοδότες τούτης της πορείας : αγαθά, δόξα, τιμές, αξιώματα, πλούτος αλλά κι απ’ όλα στέρηση, δείχνουν με κόκκινο βέλος το άχρωμο κι αινιγματικό κενό της.
Ζήσε τα όλα, ζήσε τα. Να ξέρεις όμως σχοινοβατούμε κάθε στιγμή στην κόψη της οριακής γραμμής.
ΓΕΝΝΗΣΗ – ΘΑΝΑΤΟΣ – ΖΩΗ
Κρίσιμη για τον καθένα η ώρα της επιλογής. Η κάθαρση από τα παθήματα έστω με έλεος και φόβο ίσως είναι το άλλοθί σου, δεν είναι ο προορισμός σου. Βολέψου στο κελί της ανυπαρξίας ώσπου ν’ ακούσεις μυστική τη φωνή να σου κρένει :
Είναι η ώρα, ξεκίνα τώρα, ελευθερώσου. Ακολούθα την, ας είναι αυτή ο σταυρός σου. Με σταύρωμα ή χωρίς να εύχεσαι  προμηθεϊκό το μαρτύριό σου. Τη στιγμή κάντηνε δική σου, Υψώσου. Γίνε ΣΥ το φως του κόσμου.
Υστερόγραφο: Σε κάθε άνθρωπο σπίθα κρυμμένη στη στάχτη είναι ο λογισμός του. Αυτός δίνει το οξυγόνο για να φέξει το δικό του φως.
Θυμήσου:  Η παρουσία και το έργο σου να φωτίζουν πρέπει αντί να σκιάζουν όπως     ο θάνατος.
Πνεύμα Άγιο – στο σκοτάδι της ήττας δώσε μας φως.

-------------------------------------------------
Το κείμενο ανήκει στον πατέρα μου θεολόγο καθηγητή Σπυρίδωνα Κατσαρό εξ Ιωαννίνων (γεννηθείς το 1947 και Ριζαρείτης) και αντλήθηκε μετά από σχετική άδεια από το αρχείο του, καθώς ο ίδιος αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα υγείας από τις 19 Απριλίου του τρέχοντος έτους.
Επιμέλεια
Αχιλλέας Κατσαρός

Το καμπάνισμα της Μερτιώτισσας

$
0
0
Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένας στίχος από τους «Σπουργίτες» του Γιάννη Τσακασιάνου έχει μείνει έντονος στην μνήμη μου, από τον καιρό που τον πρωτοδιάβασα, στα άγουρα, παιδικά μου χρόνια. Είναι αυτός που ο ποιητής των ζακυνθινών αντετιών αναπολεί τις πρώτες, ανοιξιάτικες μέρες και τα δειλινά της Σαρακοστής το αργό χτύπημα της καμπάνας, για τις προπαρασκευαστικές, εσπερινές ακολουθίες του Πάσχα και την προετοιμασία των πιστών για το μεγάλο πέρασμα. Τον έχω απομνημονεύσει και συχνά τον επαναλαμβάνω:

«… Και πού θ’ ακούσουν το στερνό τ’ απόγευμα τ’ αυτιά μου
το θλιβερό καμπάνισμα αφ’ τη Μερτιώτισσά μου…».

   Βέβαια εκκλησία της Μερτιώτισσας δεν υπάρχει ούτε στην πόλη, ούτε στην ύπαιθρο του νησιού μας, αλλά πολλοί, προσεισμικά, όταν έγραφε ο ποιητής – μπαρμπέρης και εκδότης, έτσι ονόμαζαν τους Αγίους Πάντες, τον περίφημο αυτό ναό, λόγω του ότι εκεί βρισκόταν η παμπάλαιη και ιστορική εικόνα της προστάτισσας του ακριτικού νησιού των Επτανήσων, των Κυθήρων.
   Η εικόνα αυτή είχε μεταφερθεί στις αρχές του 16ουαιώνα στη Ζάκυνθο από τον ιερομόναχο Παλλάδιο Χρυσοπλεύρη, ο οποίος ήταν εφημέριος και ανακαινιστής του Αγίου Νικολάου Νικολάου του Ρεμούνδου, στο γραφικό προάστιο του Μπόχαλη, την εκκλησία, που μετά την συνένωσή της με την Χρυσοπηγή του Κάστρου, έχει το όνομα της δεύτερης κι έτσι έχει μείνει γνωστή ως σήμερα, με μόνο την εικόνα του Ιεράρχη των Μύρων στην προσπετίβα της να θυμίζει τον πρωταρχικό της έφορο.
   Η Μερτιώτισσα ή Μυρτιδιώτισσα έμεινε στην κατοχή της οικογένειας των Χρυσοπλεύρη για πολλά χρόνια και μετά τον θάνατο του ιερομονάχου. Έγινε, μάλιστα, σημείο λατρείας και αναφοράς για τον πιστό λαό της πόλης, που πολλές φορές κατέφευγε σ’ αυτήν, ζητώντας προστασία και σωτηρία από τις αρρώστιες και τις δύσκολες περιστάσεις. Μ’ άλλα λόγια ήταν ένα κειμήλιο της ιστορικής αυτή φαμίλιας.
   Στις αρχές, όμως, του 19ουαιώνα η απόγονος της οικογένειας, Αικατερίνη, μαζί με τον σύζυγό της Μπατίστα, αφιερώνουν την εικόνα στην εκκλησία των Αγίων Πάντων, για δημόσια λατρεία. Αυτό το επιβεβαιώνει επιγραφή, η οποία βρίσκεται στο κάτω μέρος του πλαισίου της εικόνας και ενδεικτικά σημειώνει: «Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Μπατίστα Χρυσοπλεύρη και της συμβίας αυτού Αικατερίνης, αωιε΄μηνί Ιουνίω ια΄».
   Η Αικατερίνη Χρυσοπλεύρη είναι αυτή, που μαζί με τον ευγενή Γαβριήλο Μακρή ντύνουν το θαυματουργό κόνισμα, πριν την παράδοσή του στην δημόσια λατρεία, με περίτεχνο ασημένιο πουκάμισο και του δίνουν, έτσι, κατά την αντίληψη της εποχής, μεγαλύτερη αξία και τιμή. Επιλέγουν, μάλιστα, ό,τι καλύτερο είχε τότε το νησί, σ’ αυτόν τον τομέα, τον περίφημο Μπάφα, αυτόν που ιστόρισε και την λάρνακα του Αγίου μας και σ’ αυτόν αναθέτουν την δωρεά τους. Η απόδειξη πως η πολύτιμη επένδυση είναι έργο του μεγάλου Καλαρυτινού αργυροχόου βρίσκεται χαραγμένη πάνω στην ίδια, όπου χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Αναλώμασι της Αικατερίνης / Χρυσοπλεύρη και συνεργείας Γαβριήλου Μακρή /δια χειρός Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα Καλαρ- / ρυότου 1816 Ιουνίου 3».
   Η Μερτιώτισσα μένει για χρόνια στους Αγίους Πάντες και γίνεται επίκεντρο λατρείας των κατοίκων της πόλης της Ζακύνθου. Η γιορτή της, στις 24 του Σεπτέμβρη, είναι μια από τις μεγαλύτερες και πιο αγαπημένες της Χώρας και κάθε χρόνο συγκεντρώνει πλήθη προσκυνητών. Σιγά - σιγά, δε, γίνεται η Παναγία της Μέσα Μερίας και το επίκεντρο της ευσέβειας της περιοχής. Δένεται τόσο πολύ με την ιστορική εκκλησία, που την φιλοξενεί, έτσι ώστε οι γαστάλδοι του ναού, στις 16 / 28 Απριλίου του 1843, παραγγέλλουν στον παραπάνω χρυσικό της πολύτιμης επένδυσης, εκτός από έναν ασημένιο δίσκο, με την απεικόνιση των  Αγίων Πάντων στο κέντρο του κι έναν άλλον, με την μορφή της Μερτιώτισσας.
  Η εικόνα μένει εκεί έως την καταστροφή του 1953. Τότε, κατά έναν παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο, καίγεται η ίδια, αλλά παραμένει άθικτο το ασημένιο της πουκάμισο. Μια από τις πρώτες, μετά το σεισμό, ενάργειες των τότε επιτρόπων ήταν να παραγγελθεί στον ζωγράφο Χρήστο Ρουσέα αντίγραφό της και να προστεθεί πάνω του το πολύτιμο έργο του Μπάφα, έτσι ώστε να υπάρχει συνέχεια.
   Η «Κυρά η Μερτιώτισσα» τοποθετήθηκε αρχικά στον Άγιο Νικολαο του Μόλου, όπου εκεί γινόταν πάνδημο το πανηγύρι της και αργότερα, όταν αποπερατώθηκε, μεταφέρθηκε στο νέο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, όπου βρίσκεται ως σήμερα και γιορτάζεται.
  Η ύπαρξή της, από πολύ παλιά στο νησί μας και η λατρεία της, επιβεβαιώνουν τους δεσμούς των Επτανήσων και το ενιαίο του ιστορικά δεμένου αυτού γεωγραφικού χώρου. Είναι μια ακόμα απόδειξη πως και τα μακρινά Κύθηρα ανήκουν αναπόσπαστα στο δικό μας σύμπλεγμα.
  Η χάρη της, που την ερχόμενη Τετάρτη γιορτάζει, να κάνει να μην μας ενώσουν ποτέ, οι ανιστόρητοι, με τις απέναντι στεριές, όπως λαθεμένα σκέφτονται.

   Μακάρι, έτσι, να αποδείξει, για μια ακόμα φορά, την θαυματουργική της ικανότητα.

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ: Β. Π. Καραγιάννης, ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΝ ΣΤΟΝ ΑΘΩ

$
0
0
ἔκδ. Περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, Κοζάνη 2007, σ. σ. 72

ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ

Σήμερα εἶχα τὴν τιμὴ νὰ λάβω τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλίας τοῦ Ἀντώνη Παπαβασιλείου. Μὲ φθινοπωρινὸ καιρὸ νὰ πολιορκεῖ τὸ ἀκόμα θερινὸ νησί μας. Ἔτσι, χάρηκα ποὺ ἡ προσφορὰ αὐτή, προσφορὰ ἀνεκτίμητη, ἦρθε στὰ χέρια μου, γιατὶ πάντα χαίρομαι τὸ λόγο τοῦ Βασίλη Καραγιάννη, τὸν παράξενο κάποτε, ἀλλὰ πάντα ἔξυπνο, αἰσιόδοξο καὶ ζωηρό. Ἔπειτα, νέα βιβλία ἦρθαν νὰ μὲ συντροφέψουν, ὁπότε, κακὰ τὰ ψέματα: μέσα στὰ τυπωμένα χαρτιά, καὶ στὰ λευκὰ ἀκόμα, κολυμπᾶμε. Καὶ κολυμπᾶμε, ἐπειδὴ μέσα στὰ ἰαματικὰ αὐτὰ ρεῖθρα τοῦ λόγου χαιρόμαστε τὴ συντροφιὰ τοῦ ἄλλου, τοῦ κάθε καλοῦ κι ἔντιμου συγγραφέα, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ διαλεγόμαστε μυστικά, ἰδίως σὲ στιγμὲς καὶ ὧρες μοναξιᾶς, γόνιμης μοναξιᾶς ὅπως θὰ τὴν ἔλεγε κι ὁ μεγάλος Δάσκαλός μας, ὁ Π. Β. Πάσχος.
Τὰ τέσσερα, λοιπόν, καλοτυπωμένα- ἄν καὶ θὰ τὰ προτιμοῦσα στὸ πολυτονικό, γιὰ νὰ στολιστοῦν «ἔτι καὶ ἔτι»- βιβλία τοῦ παλαιοῦ μου γνωστοῦ Β. Π. Καραγιάννη, ἀπὸ τὴν προσφιλῆ μου Λευκοπηγὴ Κοζάνης καταγομένου, ἔφθασαν σήμερα μὲ τὸ Ταχυδρομεῖο, μαζὶ μὲ τὶς πολύτιμες εὐχὲς τοῦ καλοῦ μου φίλου Ἀντώνη τοὐπίκλην Χρονιώτη καί, ἐξάπαντος,  μεσίτη προς τὸν Β. Π. Κ.
Ἀμέσως ξεχώρισα ἀπὸ τὰ βιβλία τό, «Ἁμαρτήματα κατὰ συρροὴν στὸν Ἄθω», ποὺ μὲ συγκίνησε γιὰ δυὸ λογους.
Ὁ πρῶτος γιατὶ μοῦ θύμισε τρεῖς γνωστούς μου, κεκοιμημένους σήμερα. Τὸν ποιητὴ Τ. Κ. Παπατσώνη, ἀγαπημένο μου ποιητὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν, τὸν ἀείμνηστο κύρ Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη, τὸν ξεχωριστὸ φιλοαθωνίτη καὶ ἀκέραιο Ἄνθρωπο καὶ Λογο-Τέχνη,  καὶ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Μωϋσῆ, τὸν Ἁγιορείτη λόγιο καὶ πρὸ τινων μηνῶν κοιμηθέντα.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ἐντελῶς προσωπικός. Γιατὶ σ᾿ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ «ὀλιγοήμερα ταξίδια», τοῦ συγγραφέα στὸ Ὄρος, ἀνταμώσαμε. Ἀνταμώσαμε λοιπόν,  στὴ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου, σιμὰ στὴ φιάλη, ποὺ στηθηκε μὲ τὶς μέριμνες καὶ τὶς φροντίδες τοῦ συντοπίτη μου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε.  Πᾶνε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ὅταν ἕνα θερινὸ πρωϊνὸ, μεσοῦντος τοῦ καλοκαιριοῦ, πραγματοποιήθηκε αὐτὴ ἡ ἀπογραμμάτιστη συνάντηση, στὴ δροσιὰ τῆς αὐλῆς τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου: συναντηθήκαμε τυχαῖα, ἀλλὰ μᾶς ἕνωσε ἕνα ὄνομα:  τοῦ  Π. Β. Πάσχου συντοπίτη τοῦ Βασίλη κι ἐμένα Δάσκαλου καὶ πνευματικὸ (στὰ γραφτά μου) ὁδηγό.
Αἰτία δὲ αὐτῆς τῆς συνάντησης ἦταν ἡ ἀπόστολὴ ἀπὸ μέρους τοῦ Βασίλη τῆς «Παρέμβασης», τοῦ περιοδικοῦ δηλ. ποὺ ἐκδίδει καὶ στὸ ὁποῖο εἶχα τὴν τιμὴ νὰ συμμετάσχω μέ κάποια γραφτά μου, κυρίως γύρω ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ καλοῦ μου κυρίου Παντελή Π. Πάσχου.
Διαβάζοντας, λοιπόν, τὸ πολὺ καλὸ βιβλιαράκι τοῦ Βασίλη γιὰ τὸ Ὄρος διεπίστωσα ὅτι ἔχει μεγάλη συγγένεια μὲ τὸ «Ἄσκηση στὸν Ἄθω» τοῦ Παπατσώνη, ποὺ τὸν μνημονεύει στὴν ἀρχή (σελ. 9), ὡστόσο ὁ λόγος τοῦ σ. ἔχει μιὰ ἄνεση καὶ μιὰ ἐξομολογητικὴ διάθεση ποὺ σὲ συνεπαίρνει: «Ἔψαχνα σιωπηλὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ μέρη τοῦ τότε, Κυριακὴ ἀπόγευμα μετὰ εἴκοσι ἔτη. Μπορεῖ νὰ βρίσκονταν κάπου ἐκεῖ ἄνω ἤ κατω τῆς γῆς, ἀλλὰ εἰς τοῦς οὐρανοὺς σίγουρα» (σ. 36). Καὶ παρακάτω: «Ὁ ἑσπερινὸς μὲ τὸν εὐσταλὴ ἱερομόναχο καὶ τὸν εὐσταλέστατο μοναχὸ-συγγραφέα (δηλ. τὸν Γ. Μωυσή) ἔχει τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τοῦ ἀπέριττου». (ὅπ. παρ.).
Ἀλλοῦ γίνεται πιὸ εἰλικρινὴς καὶ τίμιος: «Τὸ πρωΐ σὲ παρεκκλήσι μυστικὸ, στὸ βάθος ἡ λειτουργία. Πῆρα τὸ ἀντίδωρο, παρ᾿ ὅτι εἶχα φάει... καὶ παρὰ τὴν αὐστηρὴ διακοίνωση τοῦ τραπεζοκόμου ὅτι < δὲν πιστεύω τώρα νὰ πάρεις κι ἀντίδωρο>. Κι ὅμως πῆρα. Κι ὄχι μονάχα ἀπὸ κεῖ. Κι αὐτὸ νὰ ἦταν τὸ μόνο ἁμάρτημά μου στὸν Ἄθω!» .( σελ. 15).
Τὸ βιβλιαράκι διαβάζεται εὐχάριστα καὶ δὲν κουράζει, γιατὶ ὁ λόγος τοῦ σ. εἶναι ἀνεπιτήδευτος -λές καὶ σοῦ μιλάει- ἀλλὰ καὶ σταθερός. «Οἱ συγγραφεῖς εἶναι φίλοι τῶν ἀνθρώπων ἀκόμα κι ἐκείνων ποὺ δὲν τοὺς διαβαζουν, ἀφοῦ ἀπὸ κείνους ἤ ἰδίως ἀπὸ κέινους ἁλιεύουν θέματα...»( σελ. 38).
Ὁ Βασίλης ἁλίευσε πολλὰ στὶς ἕξι περιηγήσεις ποὺ παρουσιάζει. Περιηγήσεις μὲ τὴ συντροφιὰ ποὺ συγκινεῖ, ὅπως ἐκείνη τοῦ μεγάλου Νίκου Γαβριὴλ Πεντζίκη (σελ. 37-47), ποὺ μέσω τῶν βιβλίων του πορεύεται ὁ σ. πε(αι)ζο-γράφοντας. Ὅπως θὰ τὄθελε κι ὁ κὺρ- Νίκος δηλαδή.
Μόνο ποὺ τὸ γραφτὸ τοῦ Βασίλη γιὰ τὸν Ἀλ. Μωραϊτίδη, τὸ ὁποῖο ἔχει στόφα ἁγιορειτικῆς περιήγησης κι ἐπιγράφεται «Περὶ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδου κ. ἄ. περιέργων δαιμονίων»,  θὰ πρέπει ὁ ἀναγνώστης νὰ τὸ ἀναζήτήσει στὸ ἄλλο... ἁμαρτωλό βιβλιο τοῦ σ.  ποὺ ἔχει τὸν τίτλο, «Τὸ σκαληνὸ τρίγωνο τῆς ἁμαρτίας» (ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθ. 2013, σελ. 87-99). Ἀξίζει, νομίζω, τὸν κόπο. Γιατὶ σὲ φορτώνει ποικίλα κεράσματα καὶ διόλου... «σιδηροδρομικά» ( βλ. «Αμαρτήματα..., σελ. 65).

17- 9-2014 σκόπελος
      

Η ποιητική ουσία ενός θεατρικού κόσμου η έγνοια μας {2ο}

$
0
0
Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που  θυμάται για να τη διηγηθεί
Γκαμπριέλ  Γκαρσία  Μάρκες

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ
    
         ΜΕΡΟΣ  Β’

Όπως αναφέραμε, μεταξύ άλλων, στον πρόλογο της ανάρτησης του Α’ ΜΕΡΟΥΣ  αυτού του άρθρου μας τον περασμένο Ιούλιο, θεωρούμε αναγκαίο να επαναλάβουμε εισαγωγικά το λόγο για τον οποίο  δημοσιοποιούμε ένα μέρος της συγκίνηση μας για την  ποιητική ουσία ενός θεατρικού κόσμου,  τον οποίο  στο διάβα της ζωής μας  είχαμε την τύχη να συναντήσουμε. Με τη γραφή, που παραμένει ένας  τόσος αναγκαίος  σε εμάς δίαυλος ανθρώπινης επικοινωνίας,  επαναφέρουμε  και καταγράφουμε  μνήμες, διατηρούμε ζωντανές τις συγκινήσεις και  την ελπίδα  να κοιτάξουμε στα μάτια την «αιωνιότητα της σιωπής», όταν  ήθελε  μας συναντήσει.    
     Παρουσιάζοντας  σε συνέχειες  αυτή τη γραφή για το θέατρο  εκφράζουμε ευχαριστίες και πάλι  εκ των προτέρων στους ειδικούς,  για την ανοχή και για τα δάνεια που μας προσφέρουν, συνηγορώντας με το ήθος και τα λόγια του Βιζυηνού: ‘’Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…’’

Ο Λίνος Καρζής.
Παράλληλα,  λοιπόν, με αυτά που περιγράψαμε στο πρώτο μέρος  της εργασίας μας, ζήσαμε  και τον απόηχο της «ελληνικής παράδοσης» στη σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος από τη λεγόμενη «σχολή του Εθνικού θεάτρου».  Αυτή ξεκινάει στις αρχές του αιώνα,  κυρίως με τους Φώτο Πολίτη,  Δημήτρη Ροντήρη, ζεύγος Σικελιανού και αργότερα  με το Λίνο Καρζή. Οι ίδιοι παρ’ όλο που φέρουν μέσα τους την αρχική πλούσια ευρωπαϊκή παράδοση αποτελούν την «αρχέτυπη» Ελληνική εκδοχή στην κλασική σκηνοθετική ερμηνεία  του αρχαίου δράματος.  Η επίδρασή της φτάνει ζωντανή μέχρι τα φοιτητικά μας χρόνια τη δεκαετία του ’70.  Κλείνει τον κύκλο της λίγο αργότερα, κυρίως  με τις  παραστάσεις, του Αλέξη Σολομού και του Αλέξη Μινωτή. Πράγματι, βρεθήκαμε και εμείς θεατές, στην παράσταση  του «Προμηθέα δεσμώτη» την οποία ανέβασε το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο» και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Σολομός το καλοκαίρι του 1977. Την καλλιτεχνική αυτήν εταιρεία ίδρυσε ο Μάνος Κατράκης το 1955 και είναι η πρώτη τραγωδία  που η εταιρεία αυτή ανέβασε. 


Ο Προμηθέας, ο οποίος  στην τραγωδία αυτή κλέβει τη φωτιά από τους θεούς για να τη δώσει στους ανθρώπους,  οδηγείται στο μαρτύριο από την εξουσία του Δία. Ο δεσμώτης,  ευεργέτης της ανθρωπότητας και ήρωας του πνεύματος, αντλεί τη  δύναμη  και το κουράγιο του απέναντι σε αυτή την άδικη και πανίσχυρη εξουσία, από τη συναίσθηση του χρέους και της υψηλής  προσφοράς του. 

Το να επιλέξει λοιπόν  αυτό το έργο ο Μάνος Κατράκης το βρίσκουμε απολύτως φυσιολογικό.  Είναι  και ο ίδιος καλλιτέχνης που πέρασε τη ζωή του αγωνιζόμενος για τα δίκαια του λαού του,  μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, πληρώνοντας  φυσικά το ακριβό τίμημα.  Το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο», όπως ο ιδρυτής του  αναφέρει: «μετά από μια εικοσαετία δυσκολιών, αντιξοοτήτων και κατατρεγμών, συνεχίζει να αγωνίζεται αβοήθητο για την επιστροφή στις ρίζες των παραδόσεων του Λαού μας». 

Παραθετικά, αξίζει  να ανασύρουμε στη μνήμη μας και άλλες  σημαδιακές παραστάσεις που το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο» ανέβασε σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη στο θέατρο «Μπροντγουαίη» αυτή τη φορά. Ήταν  το θεατρικό  έργο «Ντα», του Ιρλανδού Χιούζ Λέοναρντ το 1978. Σε αυτή τη μελαγχολική κωμωδία ο Μάνος Κατράκης ερμήνευε εκπληκτικά τον ρόλο του  φτωχού κηπουρού πατέρα. Θα διακινδυνεύσουμε μια  υπερβολή: ναι, τον Κατράκη  στη θύμηση μας τον ταυτίζουμε με αυτόν το ρόλο.  Ποιος άλλος, όπως ελέχθη θα μπορούσε να φέρει, ολόκληρο το «αθέλητο χιούμορ μιας λαϊκής θυμοσοφίας» επί σκηνής;

Την ίδια χρονιά, το 1978,  είδαμε το  έργο «Οι τελευταίοι» του Μαξίμ Γκόρκι όπου πρωταγωνιστούσαν,  με έξοχες ερμηνείες, οι Κατράκης, Χέλμη, Φυσσούν, Καλαβρούζος. Η δράση του έργου αναφέρεται στα χρόνια που πραγματοποιήθηκε η πρώτη Μπολσεβίκικη  αιματοβαμμένη επανάσταση του 1905 στην Ρωσία. Είναι οι «Τελευταίοι», όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα, μιας τάξης που περνάει τις ύστατες στιγμές της, γιατί η σαπίλα της έφτασε στην κορύφωσή της κι έτσι κάθε βήμα τούς φυλακίζει ακόμα πιο πολύ στο αδιέξοδο των αδυναμιών τους, της δειλίας τους ή των δολοπλοκιών τους.

Η παράσταση αυτή στάθηκε για εμάς σημαδιακή. Είχαμε ζήσει την μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη Δικτατορία, την τραγωδία της Κύπρου, παλεύαμε στις γραμμές του μόλις νομιμοποιημένου Κομμουνιστικού Κόμματος, έμπλεοι ελπίδων για έναν καινούριο κόσμο. Είμαστε ώριμοι να συναντηθούμε με τα έργα του Γκόρκι όπως  ήταν η «Μάνα», το μυθιστόρημα που έστεκε στη βιβλιοθήκη  σαν τη «Σύνοψη» και την «Καινή Διαθήκη» στο  εικονοστάσι της μάνας μας. Σκοτεινές ήταν και  οι μέρες του Γκόρκι στην τσαρική Ρωσία πριν και μετά την επανάσταση του 1905  που προαναφέραμε. Ο συγγραφέας, κυνηγημένος από τον Τσάρο, έγραφε και ανέβαζε  τα έργα του. Για αυτό εξάλλου  διάλεξε το ψευδώνυμο «Γκόρκι», που θα πει πικρός. Οι στροβιλισμοί της πολυτάραχης ζωής του Γκόρκι γεφυρώνουν το 19ο με τον 20ο αιώνα. Από μικρό παιδί  πεντάρφανος εγκαταλείπει τον απολύτως αυταρχικό παππού του, ο οποίος τον ανάσταινε, και  δουλεύει  για να ζήσει, όπως λέγεται, σε τσαγκαράδικο, μούτσος σε βαπόρι στο Βόλγα, χαμάλης στην Οδησσό, φούρναρης στο Καζάν, εργάτης στην Τιφλίδα… Μετά δε την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε σε ηλικία 19 ετών συνεχίζει να περιπλανιέται, να μελετά, να έρχεται σε επαφή με το επαναστατικό κίνημα και να αγωνίζεται δίπλα στο Λένιν για την επιτυχία της επανάστασης. Ο ίδιος θα  τιμηθεί και θα  φτάσει στα ύπατα αξιώματα μετά την επικράτησή της. Συγχρόνως, ταξιδεύει έξω από την Σοβιετική Ένωση και  έχει την πιο περίβλεπτη παγκόσμια αναγνώριση. Ο Αραγκόν,  τροφός μιας άγρυπνης μνήμης,θα αναρωτηθεί: «Το έργο του Γκόρκυ αγγίζει το κατώφλι της σύγχρονης εποχής σαν μια μεγάλη κι επίσημη εισαγωγή στο μέλλον… πώς να προχωρήσουμε χωρίς αυτό το Γκορκικό φως, που γεννήθηκε πάνω στον τοκετό ενός καινούργιου κόσμου, με την οδύνη που προκαλεί μια τεράστια κοινωνική έκρηξη, η πρώτη που έφερε στον κόσμο μια καινούργια κοινωνία, το πρώτο μοντέλο του μελλοντικού ανθρώπου»;Στην ίδια εποχή αναφέρεται και το έργο του Γκόρκι «Μικροαστοί» που είδαμε πολύ αργότερα, το 2000, στο θέατρο «Βεάκη», σε μετάφραση  Λυκούργου Καλλέργη με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Κώστα Καζάκο.  Πολλοί «μεταμοντέρνοι» θεωρούν τον Γκόρκι, το έργο, τις ιδέες και την κοινωνία που αυτό υπηρέτησε, «ντεμοντέ». Ωστόσο ο Γκόρκι, όπως λέγεται, «έχοντας αφομοιώσει τους καλύτερους ‘καρπούς’ του ρομαντισμού, θαυμάζοντας τον κοινωνικό ρεαλισμό του Μπαλζάκ και του Φλομπέρ, το σατιρικό κριτικό δαιμόνιο του Γκόγκολ, τον ποιητικό ρεαλισμό του θεατρικού Τσέχοφ, ʹθεμελιώνει’ αριστοτεχνικά τον αληθινό σοσιαλιστικό ρεαλισμό».

Κλείνοντας αυτή την, δυστυχώς, εκτενή αλλά τόσο αναγκαία για εμάς  παρένθεση για τον Αλέξη Σολομό, το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο»  και τον Γκόρκι, επανερχόμαστε  στη «σχολή του Εθνικού θεάτρου».

Θυμόμαστε, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1989,  να φτάνουμε στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσουμε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Στο  τελευταίο αυτό έργο του Σοφοκλή, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, σε μια από τις τελευταίες του παραστάσεις, ο εκ των κορυφαίων του Ελληνικού καθώς και  του παγκόσμιου θεάτρου,  Αλέξης Μινωτής.

Εδώ οφείλουμε να μνημονεύσουμε ελάχιστες, έστω, από τις θέσεις ενός τέτοιου μεγέθους καλλιτέχνη, για την προσέγγιση της αρχαίας τραγωδίας, ακόμη κι αν  κάποιος μπορεί να διατηρήσει ορισμένεςεπιφυλάξεις για αυτές. Ο Αλέξης Μινωτής, λοιπόν, την παραμονή της παράστασης «Οιδίποδας επί Κολωνώ», που έδωσε στο Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου το 1978 ξεκινάει τη συνέντευξή του με τη φράση: «Ανήκω στην οικογένεια των Λαβδακιδών. Έχω τόσες φορές ενσαρκώσει τον Οιδίποδα που αισθάνομαι να έχω ταυτισθεί με τον τραγικό ήρωα του Σοφοκλή. Το μέλλον της αρχαίας τραγωδίας  θα εξαρτηθεί από την παραγωγή των καταλλήλων ηθοποιών γιατί αυτό που βαραίνει σε αυτήν είναι ο ηθοποιός και όχι ο σκηνοθέτης.  Ο ηθοποιός  που ενσαρκώνει τον ήρωα και όχι  ο σκηνοθέτης που είναι ένα είδος μεσάζοντος μεταξύ σκηνής και κοινού. Για να επιζήσει η αρχαία τραγωδία πρέπει να παραμείνει στα κλασικά πλαίσια. Η τέλεια μορφή της δεν επιτρέπει σκηνοθετικές αλλοιώσεις. Δεν κερδίζει γενικότερα με την τάση της «μοντερνοποιήσεως» το αρχαίο θέατρο. Είναι ασέβεια ο ισχυρισμός ορισμένων σκηνοθετών ότι ερμηνεύουν με τον τρόπο τους τον Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής δεν έχει ανάγκη ερμηνείας αφού τα μηνύματα του είναι σαφή και διαυγή». Επίσης, στο έργο του «Το Αρχαίο Δράμα και η αναβίωσή του» αναφέρει: «…Το «τραγικόν» είναι η βάση του ατέρμονα χρόνου, του ανελέητου νόμου της φθοράς και της εκμηδένισης και συνάμα της διάρκειας και της αναγέννησης στο σημερινό κόσμο, γιατί εκπροσωπεί  κυρίως την αιώνια ποιότητα της ουσίας»….    

Ωστόσο, τέτοιες παραστάσεις, όση αξία και σημειολογία και αν έχουν, δεν απαλύνουν το δυσάρεστο για εμάς γεγονός, ότι  δεν προλάβαμε επί σκηνής τα έργα και τις ημέρες των αρχικών πρωταγωνιστών της συγκρότησης της «σχολής του Εθνικού θεάτρου», που προαναφέραμε. Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε εδώ, το πώς περιγράφει το 2009 στο περιοδικό «Λέξη», ο  τόσο σημαντικός συγγραφέας  Μένης Κουμανταρέας,  μια παράσταση του Ροντήρη με πρωταγωνίστρια την Μαρίκα Κοτοπούλη, στο θίασο της οποίας προσελήφθη το 1925 για πρώτη φορά και ο Αλέξης Μινωτής: «Καλοκαίρι τοῦ ʼ49. Ὁ Ἐμφύλιος τελείωνε μέ τίς τελευταῖες μάχες στό Βίτσι καί στόν Γράμμο. Τήν ἴδια χρονιά τελειώνει καί ὁ Τρωικός Πόλεμος κατά Ροντήρη στό Ὠδεῖο Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ. Ὁ Παντελής Ζερβός, φρουρός στίς ἐπάλξεις τοῦ Παλατιοῦ τῶν Ἀτρειδῶν, παρατηρεῖ τίς φρυκτωρίες πού μεταφέρονται ἀπό κορυφογραμμή σέ κορυφογραμμή καί προαναγγέλλει τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀγαμέμνονα στό κατάμεστο ἀρχαῖο θέατρο. Ἡ Μαρίκα Κοτοπούλη, σέ ἕναν ἀπό τούς τελευταίους τής ρόλους, περιμένει μπροστά ἀπό τό παλάτι τόν Ἀρχιστράτηγο καί σύζυγό της μέ ἀνάμεικτα αἰσθήματα. Ἀκόμα ἔχω μπροστά στά μάτια μου - ἤ μήπως εἶναι ἀπό τίς φωτογραφίες πού εἶδα στό μεταξύ; - τήν κοντή αὐτή γυναίκα μέ τήν κρεατοελιά στό μάγουλο ντυμένη μέ τό ὑπέροχο πτυχωτό φόρεμα τῆς βασίλισσας πού στή μέση δένει μέ μιά βαρύτιμη πόρπη. Κοστούμι τοῦ Ἀντώνη Φωκᾶ καί αὐτό. Ὅμως τί περίεργο. Ἅπαξ καί ἀνοίγει τό στόμα της, ἡ ἠθοποιός ψηλώνει, γίνεται γιγάντισσα. Καί τί φωνή! Μία φωνή πλούσια σέ ὑπόγειες ὑπεκφυγές καί ἀπειλές, πού σιγά σιγά μέ τήν πρόοδο τῆς δράσης γίνονται γόος καί θρῆνος. ….οἱ στίχοι τῆς μετάφρασης τῆς Ὀρέστειας ἀπό τον Γρυπάρη, ἔρχονται νά βροῦν στο πρόσωπο τῆς ἠθοποιοῦ τό ἀντίκρυσμά τους. Ποιητικό ὕφος και τονική ἀκρίβεια.
     Καθώς ἕνας πορφυρός τάπητας ξετυλίγεται και στρώνεται πάνω στά μάρμαρα τῆς ὀρχήστρας, ἐμφανίζεται ὁ Ἀγαμέμνων πάνω στό ἅρμα του. Τό μάτι τοῦ θεατῆ σήμερα, συνηθισμένο καί χορτασμένο ἀπό κινηματογραφικές ταινίες ἐποχῆς, δέν θά ξαφνιαζόταν. Ὅμως τότε ἡ εἰκόνα ἐκείνη, παρθένα ἀκόμη, μέ καθηλώνει. Εἶναι σά νά γυρίζει ὅλος ὁ στρατός τῶν Ἑλλήνων ἀπό την Τροία. Πάνω στο ἅρμα και πίσω ἀπό τόν νικηφόρο στρατηλάτη, σκλάβα καί μάντισσα μαζί, βρίσκεται ἡ Κασσάνδρα. Ἡ κατά τά ἄλλα ψηλόκορμη καί ἐπιβλητική Κάκια Παναγιώτου πού τήν ὑποδύεται λυγίζει κάτω ἀπό το βάρος τῆς ἱερῆς μανίας καί τῆς ἀπαίσιας προφητείας πού ξεστομίζει. Ὁποιαδηποτε σκηνή προφητείας και παραφορᾶς ἔχουμε δεῖ στό κατοπινό θέατρο, εἴτε γιά τίς γριές στρίγγλες τοῦ Μακμπέθ πρόκειται, εἴτε γιά τόν Κομαντατόρε στον Ντόν Τζιοβάνι, ἐκεῖ στον Αἰσχύλο ἔχουν τίς ρίζες καί τήν ἀφετηρία τους.
     Ἀπό τά παρασκήνια ἀκούγεται ἡ μουσική τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, μιά μουσική πού εἴτε χάθηκε, εἴτε ὁ συνθέτης, νεότατος τότε, δεν θέλησε νά τήν ξαναπαρουσιάσει.
     Μέσα σέ τρεῖς ὧρες ἡ Τριλογία ὁλοκληρώνεται γιά πρώτη φορά στό ρωμαϊκό θέατρο καί κάπου στίς κερκίδες διακρίνω τόν ἑαυτό μου δεκαοχτάρη και περιδεῆ νά βλέπει γιά πρώτη φορά ἀρχαία τραγωδία». Καταλήγει ο συγγραφέας.

Τι σύμπτωση! Κάπου στις ίδιες κερκίδες, τον Ιούνιο του 1971 διακρίνω κι εγώ τον εαυτό μου «δεκαοκτάρη και περιδεή» να βλέπει για πρώτη φορά αρχαία τραγωδία. Ο ΘΥΜΕΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ με σκηνοθετική ερμηνεία του Λίνου Καρζή ανεβάζει τους «ΠΕΡΣΕΣ» του Αισχύλου.

Θυμάμαι να ρίχνω γρήγορες λοξές ματιές στο εντυπωσιακό Ρωμαϊκό θέατρο και στις προσωπικότητες τις οποίες ξεχώριζα στις καλογυαλισμένες μαρμάρινες πρώτες σειρές του κοίλου. Ξεφύλλιζα επί ματαίω, το πρόγραμμα  της παράστασης, προκειμένου να βρω αναγνωρίσιμους ηθοποιούς και  συντελεστές της παράστασης. 

Ωστόσο, βρίσκομαι στο Ηρώδειο,  το οποίο μαθητής του Δημοτικού ακόμη, έβλεπα «άφωνος» πάνω από την Ακρόπολη στις κυριακάτικες  οικογενειακές εξορμήσεις στα αξιοθέατα της Αθήνας. Άφωνος, μέχρι να πιστέψω τα λόγια των συνοδών μου, που επέμεναν ότι το ογκώδες αυτό ρωμαϊκό θέατρο ήταν ίσως παράταιρο να βρίσκεται δίπλα στον εξαίσιου κάλλους ναό του Παρθενώνα.

Τα καλοκαίρια με το πλοίο «Μαρινέλα» φτάναμε, μέσω Ισθμού, στον Πειραιά με τη μητέρα μου, προκειμένου να επισκεφτούμε την οικογένεια του θείου Νίκου, ο οποίος είχε ήδη εγκατασταθεί στο Αιγάλεω μετά τα ακροτελεύτια δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στην οικογένεια μας το 1955.

Όμως, ο τρίτος ήχος έχει ήδη ακουστεί από τα παρασκήνια και εγώ με τις μικρές μου δυνάμεις θα πρέπει να κάνω το μεγάλο βήμα. Να αφήσω πίσω τις σχολικές «παραδόσεις» της Αρχαίας Ελληνικής ποίησης και να γίνω άξιος «Θεατής» μιας σκηνοθετικής διδασκαλίας, του ακούραστου εργάτη της Δελφικής ιδέας Λίνου Καρζή.

Στο πρόγραμμα της παράστασης με δύο παραδείγματα αρχαίας τραγωδίας  που διαπραγματεύονται το ίδιο θέμα (τη νίκη των Ελλήνωνκατά των Περσών) ο σκηνοθέτης φανερώνει το ποιοτικό άλμα από τον προδρομικό Φρύνιχο στο μεγάλο τραγικό Αισχύλο. Συγκεκριμένα ο Λίνος Καρζής αναφέρει:  «Τὸ 476 π.Χ. μὲ χορηγία τοῦ Θεμιστοκλῆ, ὁ Φρύνιχος ἀνεβάζει τὶς «Φοίνισσες» στὰ Μεγάλα Διονύσια καὶ κερδίζει τὸν δραματικὸ ἀγῶνα…
     Οἱ γυναῖκες τῆς Φοινίκης ἀποτελοῦσαν τὸν Χορό, φτασμένες στὰ Σοῦσα νὰ πληροφορηθοῦν γιὰ τὴν τύχη τῶν δικῶν τους, στρατεμένων γιὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ξέρξη, κατὰ τῆς Ἑλλάδας. Ἔλειπαν ὁλότελα εἰδήσεις.
     Μόλις μπαίνει ὁ Χορὸς στὴν ὀρχήστρα, εἰσορμοῦσε στὴ σκηνὴ ὁ ἀγγελιοφόρος, φέρνοντας ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα, τὸ μήνυμα τῆς καταστροφῆς τοῦ Περσικοῦ στρατοῦ. Κι’ ἀμέσως ἀκολουθεῖ ἕνας μεγάλος, ἀπ’ τὸ Χορόν, ὁλολυγμός, ἕνας ἔξοχος σὲ μελωδικότητα, ποὺ πέρασε στὰ στόματα τοῦ λαοῦ, βαρύτατος θρῆνος, κλείνοντας τὴν τραγωδία. ….. Ὁ θεατὴς δέχονταν τὴν ὡραίαν εἰκόνιση κἄποιου ὀδυνηρώτατου κοινωνικοῦ συμβάντος, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εἰκόνιση μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν παρουσίαζεν ὁ Φρύνιχος, ἀντὶ νὰ ἐκμηδενίζει τὴν προσωπικὴ συνείδηση τοῦ Ἕλληνα θεατή, τὴν ἰσχυροποιοῦσε. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἀπ’ τὸ Φρύνιχον ἔλειπε ἡ θαυμαστὴ ἱκανότητα τοῦ θεοφόρου μύστη, ὅπως ὁ Αἰσχύλος, ν’ ἀπαγγιστρώνει τὸ θεατή ἀπ’ τὴν ἀτομική του συνείδηση, κατασταίνοντάς τον ἔτσι Κοινωνὸ τοῦ Παντός.
     Τέσσερα χρόνια ἀργότερα ἀπ΄ τὶς Φρυνίχειες «Φοίνισσες», ὁ Αἰσχύλος παρουσιάζει, στὰ 472, στὰ Μεγάλα Διονύσια, τοὺς «Πέρσες» νικώντας στὸ δραματικὸν ἀγῶνα.
     Ἡ Ἄτοσσα μητέρα τοῦ Ξέρξη, σὲ ἀγωνία ἀπ’ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπει, ἔρχεται νὰ πληροφορηθεῖ ἀπ’ τὸ Χορὸ καμμιὰ εἴδηση.
     Διηγᾶται τὰ φριχτὰ ὄνειρά της … καὶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ φτάνει Ἄγγελος ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα καὶ φέρνει τὴν τρομερὴ εἴδηση τῆς καταστροφῆς τοῦ Περσικοῦ στρατοῦ …Ὁ Χορὸς θρηνεῖ σὲ ἀπόγνωση καὶ συμβουλεύει τὴ Βασίλισσα νὰ φέρει στὸ μνῆμα τοῦ ἄντρα της Δαρείου ἐξιλαστήριες χοές. Ἡ Ἄτοσσα φεύγει γιὰ τὸ παλάτι παραγγέλνοντας στὸ Χορὸ νὰ προσπαθήσει νὰ πετύχει, παρακαλώντας τοὺς χθόνιους Θεούς, ν’ ἀφήσουν νἀρθεῖ στὸ φῶς ἡ ψυχὴ τοῦ μεγάλου μονάρχη Δαρείου γιὰ νὰ τοὺς συμβουλέψει τι πρέπει νὰ κάνουν γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ χώρα. Γυρίζει ἀπ’ τὸ παλάτι ἡ Ἄτοσσα μὲ τὰ δῶρα καὶ ὁ Χορὸς ψέλνοντας μιὰ θαυμάσια ἐπίκληση ἀνοίγει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ παρουσιάζεται τὸ εἴδωλο τοῦ Δαρείου στὸ μνῆμα. Ἡ Ἄτοσσα τοῦ λέει τὴν τρομερὴ καταστροφὴ ποὺ οἱ θεοὶ προκάλεσαν.
     Μαθαίνουμε ἀπ’ τὴ φωνὴ τοῦ εἴδωλου τὴν αἰτία τῆς φοβερῆς καταστροφῆς. Ὁ Ξέρξης, ἀψηφώντας τοῦς φυσικοὺς καὶ Συμπαντικοὺς νόμους, ἔπραξε ὁ μωρὸς τεράστια καὶ ἀσυγχώρετην ἐνέργεια ἐνάντια στὴ Φύση καὶ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν δυνάμεών της Θεοὺς   καὶ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖ.
     Τὸ εἴδωλο, ὕστερ’ ἀπὸ ὅσα εἶπε, σηκώνοντας τὸ πέπλο ποὺ σκέπαζε, στὰ θνητὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου τὸ Σύμπαν, φεύγει γιὰ τοῦ Ἅδη … Ἀπ’ τὴ σύγκριση τῶν δυὸ τραγωδιῶν Φρύνιχου καὶ Αἰσχύλου προκύπτουν σημαντικὰ διδάγματα.
     Ὁ Φρύνιχος κρατάει μπρὸς στὰ μάτια του, καθὼς καὶ τοῦ θεατή, τὸ πέπλο ποὺ κρύβει τὸ Σύμπαν. Θνητὸς εἶναι, κατὰ τὸν φιλόσοφον Ἐπίχαρμο, καὶ θνητὰ βλέπει. Ὁ Αἰσχύλος, ἀντίθετα, σκίζοντας τὸ πέπλο ἀπ’ τὰ μάτια τοῦ θεατή, μὲ τὰ σκηνικὰ μέσα ποὺ αὐτὸς ἐφευρῆκε, ἀποκαλύπτει τὸ Σύμπαν στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν καθισμένων στὸ κοῖλον τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, φέρνοντας, χωρὶς νὰ τὸ νιώθουν, ἀλλὰ νὰ τὸ συναισθάνονται μοναχά, τὴν ἀνάσα τοῦ Σύμπαντος, ταὐτισμένοι μ’ αὐτὸ γιὰ λίγο.
     Καὶ μιὰ ἄλλη φοβερὴ ὑπόδειξη μᾶς δίνει, μὲ τοὺς «Πέρσες» ὁ Αἰσχύλος. Ἐμεῖς οἰ σύγχρονοι, μὲ τὴ χρησιμοποίηση ἀπ’ τὴν ἐπιστήμη, τῆς ΤΕΧΝΙΚΗΣ, αύτῆς τῆς ἄγριας, ἐνάντια στὴ Φύση, Ἐριννύας, κιντυνεύουμε, ὥρα τὴν ὥρα, νὰ πληρώσουμε μὲ τὸ χαμὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὴ φρικαλέα ΥΒΡΗ. 

"Όρνιθες"του Κουν.
Ωστόσο,  σε μία ευτυχή  συγκυρία, θα δούμε  ξανά τους «Πέρσες», 30 χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2000, στο Θέατρο  Τέχνης στη μετά Κουν εποχή.  Η παράσταση, με σκηνοθετική επιμέλεια του Γιώργου Λαζάνη και του Μίμη Κουγιουμτζή, βασίζεται εξ ολόκληρου  στην ιστορική παράσταση την οποία το Θέατρο Τέχνης και oΚάρολος Κουν, με διαφορετικούς ηθοποιούς βέβαια, παρουσίασαν σε παγκόσμια πρώτη το 1965, στο «Φεστιβάλ του Παγκόσμιου Θεάτρου» στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, η παράσταση αυτή,  συνήθως μαζί με τους «Όρνιθες», παίχτηκε σε Παρίσι, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία, Κύπρο,  Κωνσταντινούπολη και σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδος, όπου και άφησαν εποχή.Παρενθετικά, για την περιλάλητη  επίσης παράσταση των «Ορνίθων» του Κουν, που ανέβηκε για πρώτη φορά  το 1959 στις 29 Αυγούστου, η  ηθελημένη μας  μνήμη ανακαλεί τις  πολλές γελοιογραφίες των εφημερίδων της δεκαετίας του ’60, οι οποίες παρίσταναν σε διάφορες  καρικατούρες  τον υπουργό Προεδρίας   Κ. Τσάτσο, συνοδευόμενο πάντοτε από μία όρνιθα. Αιτία στάθηκε  η λιτή ανακοίνωση, λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα της παράστασης, του υπουργείου Προεδρίας: «η δια σήμερον παράστασις της κωμωδίας του Αριστοφάνους «Όρνιθες» ματαιούται». Ήταν η «εθνικοφροσύνη» στους πέντε ουρανούς, οι κομουνιστές  παραθέριζαν από το 1936 στα ξερονήσια και ήταν κάπως δύσκολο, ακόμη και ένας  «φωτισμένος»  με υψηλή αστική μόρφωση  και κουλτούρα  υπουργός, να ανεχθεί επί σκηνής ένα  ορθόδοξο ιερέα να παριστάνει τον αρχαίο ιερέα και μάλιστα σε μια κωμωδία, όπου ο Αριστοφάνης απογοητευμένος από την κατάληξη του Πελοποννησιακού πολέμου, διακωμωδεί τους κόλακες  και συκοφάντες του Δήμου.

Στην ίδια περιδιάβαση, εάν είχε κάποιος την υπομονή να μελετήσει  τις διθυραμβικές κριτικές που γράφτηκαν σε κάθε χώρα όπου παίχτηκανοι«Πέρσες», δε θα τις θεωρούσε υπερβολικές. Σίγουρα, συμφωνούμε και εμείς, ότι  ο Κουν  σε αυτή τη σκηνική παρουσία της τραγωδίας, ξαναδίνει το οικείο της πάθος, ώστε ο θεατής  να συλλάβει  ολόκληρο τον όγκο των συναισθημάτων μιας οδύνης και ενός οδυρμού που ξυπνάει μέσα του όχι λύπη, αλλά δέος και κατάνυξη˙ ότι αυτά στοιχειώνονται επίσης από το πάθος της επιβλητικής μουσικής υπόκρουσης και το γρυλισμό των παράξενων κρουστών του Γιάννη Χρήστου, από το εμπνευσμένο σκηνικό και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, που, όπως λέει ο ίδιος, δεν τα ξεσήκωσε από τα ανάγλυφα της Περσέπολης αλλά προτίμησε να είναι  πιο ελεύθερα και να παρουσιάζουν μια ποιητική και φανταστική Περσία,  όπως τη φανταζόντουσαν  οι αρχαίοι του πέμπτου αιώνα και όπως την αναπαριστάνουν οι αγγειογράφοι από προσωπικές αναμνήσεις των μηδικών πολέμων. Το δικαίωμα αυτό αναφέρει ότι το παρέχει το γεγονός πώς ο Αισχύλος δεν επιμένει στα ιστορικά γεγονότα και βάζει στο στόμα των Περσών λόγια που θα ταίριαζαν μόνο στους Έλληνες. Ακόμη, να υπενθυμίσουμε ότι μαζί με τη Ρένη Πιτακή στο ρόλο της Άτοσσας και του Χρήστου Καλαβρούζου στο ρόλο του Δαρείου συμμετέχει, ως κορυφαίος στο χορό των Περσών, ο σπουδαίος Ζακυνθινός ηθοποιός και συνεργάτης,  μέχρι και σήμερα, του  Θεάτρου Τέχνης Θοδωρής Γράμψας. Αναδείξαμε αυτές μόνο τις παραστάσεις, επειδή θα πλατειάζαμε και όχι διότι οι υπόλοιπες παραστάσεις κλασικών τραγωδιών που είδαμε στάθηκαν για εμάς αδιάφορες. Η Αντιγόνη, του Σοφοκλή για παράδειγμα,  αυτό το έργο «των αντιθέσεων και των συγκρούσεων όπου οι χαρακτήρες είναι τα θέματα και τα θέματα είναι οι χαρακτήρες» από το Εθνικό Θέατρο το καλοκαίρι του 1995, μας βρίσκει στο άνω διάζωμα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Εκεί, χαρήκαμε την κλασική σκηνοθετική ματιά  του Μίνου Βολανάκη με πρωταγωνιστές τους Καζάκο – Καραμπέτη  και τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Στην «Αντιγόνη», την οποία θα δούμε αργότερα, το 2001, ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής  της παράστασης Γιώργος Κιμούλης θα προσθέσει νέα ιδεολογικά στοιχεία.

Ο Γιώργος Κιμούλης σκηνοθετεί επίσης, το 2005, το έργο του Σοφοκλή, «Οιδίπους Τύραννος» με εμφανή πρόθεση να διδάξει, αδιαφορώντας για τις «συντηρητικές» παραδόσεις του 20ού αιώνα. Η πρότασή του δεν αξιολογήθηκε με θετικό πρόσημο από τους θεατρικούς κριτικούς, παρ’ όλο που είναι από παντού διάχυτη η ανάγκη να ξεπροβάλουν καινούργιοι δρόμοι προσέγγισης  της σκηνοθεσίας του αρχαίου δράματος.

Κατηγόρησαν την παράσταση για εντυπωσιασμό  και στυλ υπερπαραγωγής μέσα από τα σκηνικά  του Πάβελ Ντομπρζίσκι με την καμένη βιβλιοθήκη της Εφέσου, τη συνοδεία του χορού από έναν ορθόδοξο μοναχό, και το γεγονός ότι ο Νταλάρας, κορυφαίος του χορού, άφηνε βουβό το χορό και τραγουδούσε στη διαπασών, εν πολλοίς μόνος, τα με βαλκανικό ιδίωμα τραγούδια του Μπρέγκοβιτς. Από την κριτική δε γλύτωσαν, βέβαια, οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των ηθοποιών και οι ενδυματολογικές επιλογές επίσης. Εν μέρει επειδή εμείς δεν παρακολουθήσαμε την παράσταση σε ένα αρχαίο  θέατρο, αλλά στον ουδέτερο χώρο ενός πρώην λατομείου στο «Θέατρο Πέτρας», εν μέρει λόγω της ελλιπούς μας παιδείας αλλά και της λαχτάρας μας να ξεφύγουμε από την πεπατημένη, είδαμε με κάποια συμπάθεια αυτήν την παράσταση, πράγμα όχι αφύσικο αφού ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα όπως έχει διασωθεί: «οι μύθοι ήταν γνωστοί, τους διαλαλούσαν οι τελάληδες στους δρόμους άρα  έμενε ο τρόπος που θα τους παρουσιάζανε, έμενε ο τρόπος αφήγησης, δηλαδή η φόρμα που ήταν στην ουσία η ίδια η ιστορία και ο λόγος  φυσικά για να πάει κάποιος να δει μια παράσταση».

Θα  μπορούσαμε  και εμείς λοιπόν να προσθέσουμε, ότι  και των μύθων το περιεχόμενό εξελισσόταν ανά τους αιώνες μέχρι να μορφοποιηθεί σε ποιητικό έργο με τις υπογραφές και τις σφραγίδες των μεγάλων τραγικών μας. Το γεγονός αυτό μας δίδει το δικαίωμα να αναρωτηθούμε,  αν το περιεχόμενο  των μύθων θα μπορούσε, και μετά από αυτό το στάδιο,  να εξελιχτεί, να διανύσει άλλους δρόμους και νοήματα ώστε χωρίς αυτοσυγκράτηση  να  διευρύνει  το πλαίσιο της αφήγησης και της φόρμας,  για να υπάρξει  η  θεατρική πλημμυρίδα  του νέου   ποιητικού  κειμένου το οποίο ήθελε προκύψει.

Η «αιρετική» σκηνοθετική ματιά του Κιμούλη στον Οιδίποδα Τύραννο, ίσως, έφερε στο προσκήνιο την παράσταση της «Μήδειας», που είδαμε το 2013 στο θέατρο του Αττικού Άλσους, σε κλασική προσέγγιση από το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου και ενσαρκωτή του ομώνυμου ρόλου το Γιώργο Κιμούλη. Η ανυπόγραφη κριτική σε ιστοσελίδα, η οποία αναφέρεται στην παράσταση, περιγράφει: «Μια παράσταση τίμια, καθαρή, μια «κλασική» πρόταση που παραπέμπει σε παλαιότερους χρόνους και στις καλές στιγμές του «Αμφιθεάτρου». Πέρα από τη σφικτή διδασκαλία που κράτησε τα απολύτως ουσιώδη, μετατρέποντας τους ήρωες σε σύμβολα, καθοριστική για το αποτέλεσμα υπήρξε η ερμηνεία του Γιώργου Κιμούλη. Ενδεδυμένος πορφυρό ποδήρη χιτώνα… χωρίς να θέλει να ενσαρκώσει τη γυναίκα και χωρίς να καταφύγει σε ευκολίες, τιθασεύοντας όπως δεν έχει ξανακάνει τη μανιέρα του σε μια εξαιρετικά σωματική, απολύτως ελεγχόμενη, ερμηνεία, έχτισε μια Μήδεια χωρίς φύλο, σύμβολο, αγγίζοντας τον τραγικό πυρήνα. Για πολλούς πραγμάτωσε την πιο ώριμη, πιο επεξεργασμένη ερμηνεία του τα τελευταία χρόνια. Κυρίως δε το Σάββατο, όπου «λύθηκε» εντελώς και έκανε το μισό θέατρο να τον χειροκροτεί όρθιο. Δούλεψε σκληρά και στην ομάδα και ως μονάδα. Οι Λυγουριώτες τον έβλεπαν αρκετά  πριν από την πρεμιέρα να δοκιμάζει μόνος τις δυνάμεις του -φωνή, σώμα- στην αρχαία ορχήστρα κάνοντας δοκιμές μέχρις εξαντλήσεως. Μετά τον Οιδίποδα η Μήδεια, μολονότι δεν τη σκηνοθετεί, ήταν ένα μεγάλο προσωπικό καλλιτεχνικό στοίχημα. Το κέρδισε».   

Ασφαλώς, θα προσπεράσουμε κοινοτοπίες και «μικρότητες»,  ότι δηλαδή ο πράγματι Μέγας Αισχύλος, πολιτικός αντίπαλος του εξορισμένου νικητή των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας Θεμιστοκλή, δε θα τον αναφέρει ούτε μία φορά στην τραγωδία του «Πέρσες» αλλά αποδίδει την νίκη γενικά στους Έλληνες. Εξάλλου, το «η τέχνη, ανέκαθεν στρατευμένη» όπως προαναφέραμε, βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του σε όλη την πορεία του θεάτρου, από τον πρωτόγονο άνθρωπο μέχρι και σήμερα. Το γεγονός αυτό όμως μας δίνει την αφορμή για να επιχειρήσουμε, μια σύντομη, κοινωνιολογική ματιά πάνω στις ρίζες, τις επιδράσεις και τις εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας. Αυτή την πορεία αναλύει με γλαφυρό τρόπο ο ιστορικός και κομμουνιστής διανοητής Γιάννης Κορδάτος στο βιβλίο του με τίτλο «ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΑ».

Εκεί λοιπόν ο συγγραφέας αναφέρει: «Οι πρωτόγονοι δεν καταλαβαίνουν, πως ό,τι γίνεται γύρω τους είχε την αιτία του σε φυσικούς νόμους. Η άγνοια φέρνει φόβο. …. Γι’ αυτό τα καλά  πνεύματα τα ευχαριστούσαν και τα υμνούσαν με τραγούδια και χορούς και τα πονηρά τα καλόπιαναν με ξόρκια, γητιές και μαγικές τελετουργίες. …
     Ο  K. Bucher, σε κείμενο του 1859, (συνεχίζει ο Γ. Κορδάτος)περιγράφει: «η καταγωγή της ποίησης πρέπει να ζητηθεί στη δουλειά. Το μυστικό της στιχουργικής βρίσκεται στην παραγωγική ενέργεια. Σε όλες τις βαθμίδες του πολιτισμού ο ρυθμός χρησιμεύει για ν’ ανακουφίζει το δουλευτή. Γι’ αυτό πρώτα βρέθηκε η μελωδία και ύστερα άρχισαν να φτιάχνουν στίχους». Συγχρόνως συνεχίζει ο Γ. Κορδάτος, αν οι άγριοι οργανώνουν πανηγύρια και τελετές που υμνούν την σεξουαλική ορμή τιμούν το αντρικό μόριο, το κάνουν κυρίως γιατί θέλουν να πληθαίνει η φυλή τους και να αναπληρώνονται τα πεθαμένα ή άχρηστα μέλη της ορδής. Έτσι εξηγούνται ότι τα φαλλικά διασώζονται στην αρχαία Ελλάδα και γίνονται μέρος της Διονυσιακής λατρείας και πρόδρομος της κωμωδίας. ….Επίσης οι πρωτόγονοι μη μπορώντας να εξηγήσουν τις εποχικές αλλαγές, πίστευαν πως η βλάστηση της άνοιξης, τα στάχια του σταριού, τα σταφύλια των αμπελιών, το πέσιμο των φύλλων και οι παγωνιές του χειμώνα είναι έργο θεϊκό.  Ο Διόνυσος λοιπόν  ήταν ο θεός που ενσάρκωνε όλες τις εποχικές μεταβολές και γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες τον φαντάζονταν πως πεθαίνει κι ανασταίνεται, δηλαδή «πάσχοντα», «θνήσκοντα», «αναγεννώμενο» θεό. Το γεγονός επίσης, ότι ο Διόνυσος παρασταίνεται να έχει συνοδούς ανθρωπόμορφα ζώα και ο ίδιος να παρουσιάζεται πότε με κέρατα και πότε με κληματόβεργες και άλλα τέτοια σημεία βλάστησης φανερώνει το πώς επιβιώνει ο πρωτόγονος τοτεμισμός δηλαδή η ζωολατρία και δεντρολατρία στην κατοπινή Διονυσιακή λατρεία. Σε αυτές τις πρώιμες εποχές είναι  φυσικό ο άνθρωπος «Κάφρος» πριν περάσει σε ανθρωπόμορφες θεότητες να λατρεύει και να παινεύει στα τραγούδια του τα πιο πολύτιμα αγαθά της επιβίωσης του, που ήταν τα ζώα και τα δέντρα».

Είδα τις  παραστάσεις των  κωμωδιών του  Αριστοφάνη σε διάφορες εκδοχές και πρέπει να ομολογήσω πως δε μελέτησα όσο χρειαζόταν, ώστε να μπορέσω να τις φέρω στην εποχή μας, να συγκινηθώ ξεκλειδώνοντας την αισθητική, τους κώδικες και τα νοήματα τους. Μια ανωριμότητα που με οδηγούσε σε απλουστευτικέςαπόψεις, ότι  δηλαδή  οι παραστάσεις αυτού του είδους είχαν προορισμό να μας κάνουν να γελάσουμε και να ξεχαστούμε. Καμιά φορά πήγαινα την τελευταία στιγμή στην παράσταση και με τη σκόνη της ημέρας επάνω μου. Φυσικά,  έφευγα απογοητευμένος και σιωπηλός, χωρίς να αισθανθώ το χιούμορ, ψελλίζοντας πως βρίσκω τον Αριστοφάνη συντηρητικό και αφελή. Ότι δεν αναδεικνύει, σκεφτόμουν, τα αίτια των προβλημάτων και δεν κατανοούσε τους γενικούς κανόνες της λειτουργίας και της εξέλιξης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και γι'αυτό βεβαίως δεν πρότεινε καίριες λύσεις παρά έδινε γιατροσόφια. Ασφαλώς, πλήρωνα το γεγονός ότι δεν είχα προσέξει τα λόγια του προοδευτικού «παιδαγωγού» Κώστα Γεωργουσόπουλου, ο οποίος, με τις «ακριβές» λέξεις του γίνεται, τις πιο πολλές φορές, ο αγαπημένος «εξάγγελος» και «ιχνηλάτης» μας στις πιο βαθιές πτυχές και συσχετίσεις της θεατρικής παιδείας και κριτικής. Στο πρόγραμμα της παράστασης «Ειρήνη» που είδαμε το 1995, με πρωταγωνιστή τον Θανάση Βέγγο, αναφέρει: «Η ιδιοφυΐα του Αριστοφάνη βρίσκεται όχι στη γενική του στάση απέναντι στα γεγονότα του καιρού του, αλλά στην ανατομία των συμπτωμάτων της αρρώστιας τους. Ξέρει να κάνει σωστή διάγνωση και περιγραφή, αγνοεί τα αίτια και το φάρμακο και καταφεύγει σε γιατροσόφια. Τα γιατροσόφια του όμως είναι από τα μεγαλοφυέστερα ποιητικά κατορθώματα. Η μοίρα των μεγάλων σατιρικών: «ακριβολόγοι στη συμπτωματολογία, ρομαντικοί στη θεραπευτική».Ίσως, να έχουν νόημα, για εμάς, και τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου, όταν σκηνοθετεί το 2013 τον «Πλούτο». «Σκηνοθετώ σαν διαμαρτυρόμενος θεατής, διότι έχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον παίζουν πια στην Επίδαυρο και στις κουρασμένες τουρνέ τους οι δημοφιλείς καλαμπουρτζήδες μας. Για μένα, ο δημιουργός των Ορνίθων και της Λυσιστράτης έρχεται σαν ένας μεγάλος θυσιαστικός κλόουν, βαμμένος αστεία και φλογισμένος απ’ τον πυρετό του ουρανού βρίζοντας σαν ποιητής, σαρκάζοντας σαν ποιητής και πάνω απ’ όλα βάζοντας το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του χασάπη σαν ποιητής – όπως ο Δικαιόπολης στους Αχαρνής του – προκειμένου ν’ ανατρέψει την παγωμένη  μας γλώσσα, την παγωμένη μας ζωή και να φιλοτιμήσει το λαό, που κατάντησε μια έντρομη και συγχυσμένη μάζα, ν’ αλλάξει, να ξαναβρεί τον εαυτό του, να κάνει τις δύσκολες επιλογές του και ν’ ανορθωθεί. … Αγάπησα πολύ τον Πλούτο. Αυτή η κωμωδία έχει ένα λυγμό μέσα της. Σαν ο Αριστοφάνης να ήθελε να γράψει τραγωδία, αλλά για κάποιο άγνωστο λόγο, σ’ αυτόν δεν επιτρέπονται τραγωδίες, παρά μόνον γελαστά και λαϊκότερα έργα. Καταπιάστηκα το 1975 με τους Αχαρνείς μετά από προτροπή του αλησμόνητου Καρόλου…..».

Αλησμόνητος στάθηκε και για εμάς ο Κάρολος Κουν και βλέποντας τις σκηνοθετικές διδασκαλίες του, μας κυριαρχούσαν πάντα οι ίδιες  σκέψεις και συναισθήματα. Ο Κουν εκπλήρωνε όλο το εν ζωή εύρος του ρόλου του σκηνοθέτη, χωρίς να αυθαιρετεί. Δε φαίνεται να ξεχνάει το κλασικό, ότι ο  σκηνοθέτης όσο και να χρησιμοποιήσει το ενδιάθετο ταλέντο του, την ιδεολογία του, τη ψυχή του, τις εμπειρίες αιώνων, και τα σκηνικά μέσα, είναι ο διαμεσολαβητής που μεταφέρει τις σκέψεις του συγγραφέα στο σημερινό θεατή, μειώνοντας τη χρονική απόσταση 2500 χρόνων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αρχαίου δράματος. Συγχρόνως, εκφράζει και στοιχειώνει ολοκληρωτικά, την αρχή και το πρώτο βήμα, της μοντέρνας ανανεωτικής σκηνοθετικής ματιάς του ανεμοδαρμένου καιρού του. Ίσως, αφήνοντας πίσω μας μίζερες επιφυλάξεις, οι μεταμοντέρνες  σκηνοθετικές εκδοχές, όσο επικίνδυνες και ασεβείς να φαντάζουν, παραμένουν η μοναδική κατάλληλη προοπτική για τους σύγχρονούς μας σκηνοθέτες που θέλουν να πουν κάτι περισσότερο από τις μοντέρνες διδασκαλίες του  Καρόλου Κουν. Εξάλλου ο μεταμοντερνισμός γεννιέται,  όπως λέει ο Γκαροντί, από το μοντέρνο,  το οποίο είναι στην ουσία,  η έκρηξη  του πυρήνα του κλασικού.

Ήταν πολλές οι παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στον «παράδεισο» του Θεάτρου Τέχνης και με συγκίνηση θυμόμαστε τα λόγια του, τυπωμένα συνήθως στα προγράμματα των παραστάσεων: «…Δε κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας….».

Ο Κουν, όπως λέγεται, υπήρξε ένας άνθρωπος του κόσμου, από Ουγγροεβραίο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, καθηγητής αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών και είναι φυσικό να γίνεται  παγκόσμιος. Όμως ο Κουν δε φοβάται, συναιρεί ακόμη και το ξένο ρεπερτόριο και το φέρνει στα ελληνικά μέτρα.  Ο Μάνος Χατζιδάκις αναφέρει: «Εκείνος υπήρξε ποιητής οραμάτων και φαντασμάτων με μια αριστοκρατική λαϊκότητα … Και τι μας ένοιαζε ο συγγραφέας; Ο κόσμος νόμιζε ότι ερχότανε σε επαφή με τον Ανούιγ, τον Τ. Ουίλλιαμς τον Ουάιλντερ κ.α. Εμείς ξέραμε καλά ότι του δίναμε προσωπικά βιώματα, γνησίως ελληνικά και μόλις αποσαφηνισθέντα εντός μας. Ο συγγραφέας τα έχανε με την  απουσία του έργου του αν τύχαινε καμιά φορά να δει την παράσταση. Μήπως ο Μπρεχτ του «Κύκλου με την κιμωλία» και η θερμότητα που ανέδιδε είχε καμία σχέση με τον ψυχοτριγωνομετρικό Μπρεχτ του «Μπερλίνερ  Ανσάμπλ»; Ναι, αλλά η κυρία Έλεν Βάιγκελ η γυναίκα του Μπρεχτ που απαγόρευσε την ανίερη συνέχεια μας δε μπορούσε να φανταστεί πόσο ανάγκη είχε ο Μπρεχτ από την παράσταση μας αυτή για να γίνει λαϊκός».

Πράγματι, και αυτό μπορούσε να συμβεί, αφού η κυρία Έλεναγνώριζε καλά τα σκηνοθετικά πιστεύω του συζύγου της, του «ψυχοτριγωνομετρικού» Μπρεχτ: ότι δηλαδή ο θεατής, για παράδειγμα, της τραγωδίας η οποία επιτελεί «…δι ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»,σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, παρασύρεται από την αληθοφάνεια αυτών που συμβαίνουν στη σκηνή, με αποτέλεσμα να ταυτίζεται με τους ήρωες, πράγμα που τον κάνει να τους συμπονά για την τραγική τους μοίρα. Ο Μπρεχτ αρνείται αυτήν την ταύτιση και θέλει το  θεατή να τοποθετείται απέναντι στους ήρωες κριτικά. Αυτό πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί με την τεχνική της «αποστασιοποίησης», που έχει στόχο ο θεατής να συνειδητοποιεί πως αυτό που βλέπει στην σκηνή είναι ένα «ψεύτικο» θέαμα και όχι η ίδια η πραγματικότητα. Και ο Λένιν άλλωστε έγραφε ότι η τέχνη δεν έχει την αξίωση ν’ αναγνωριστούν τα έργα της σαν πραγματικότητα. Για αυτό το λόγο ο Μπρεχτ επινόησε ιδιαίτερες τεχνικές παιξίματος και σκηνοθεσίας. Ένα ακραίο παράδειγμα τεχνικής της αποστασιοποίησης είναι αυτό που έκανε ένας μπρεχτικός σκηνοθέτης: τοποθέτησε πάνω στη σκηνή τη γεννήτρια που τροφοδοτούσε με ρεύμα την παράσταση. Συγχρόνως, ο Μπρεχτ, όπως και παλαιότερα ο σοβιετικός θεωρητικός και ηθοποιός του σοβιετικού θεάτρου Μέγιερχολντ, απαιτεί από τον ηθοποιό να μη βυθίζεται συναισθηματικά στο ρόλο του, αλλά να είναι κύριος του εαυτού του, να παρακολουθεί και να αναλύει ψυχρά τα αισθήματά του, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθεί το παίξιμό του μέσα στον καθρέφτη. Ο ίδιος αναφέρει: «Αισθήματα έχω, μόνο όταν έχω πονοκέφαλο - ποτέ όταν γράφω: γιατί τότε σκέφτομαι».  Ωστόσο,  ο Μπρεχτ χωρίς να το επιδιώκει, είχε βαθιά συναισθηματική επίδραση στους θεατές. Έμοιαζε, όπως λέγεται, με τον Κολόμβο ο οποίος ανακάλυπτε ηπείρους όπου δεν είχε πρόθεση να φτάσει. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η «Μάνα Κουράγιο», η παράσταση την οποία είδαμε το 1999 από το «Ανοικτό θέατρο». Η «Μάνα Κουράγιο» είναι μία γυναίκα, ένα «αρνητικό πρόσωπο» που ακολουθεί, με την καντίνα της, το στρατό στον Τριακονταετή Πόλεμο, όπου διασκεδάζει και προμηθεύει τους στρατιώτες με τα χρειώδη, συμβάλλοντας  έτσι στη συνέχιση του. Ζει από τον πόλεμο και πληρώνει το τίμημα, χάνοντας σε αυτόν τα τρία παιδιά της. Είναι το εμπορικό της ένστικτο που, παρά την προσωπική της τραγωδία, δεν την αφήνει να συνειδητοποιηθεί και έτσι σέρνει το κάρο με την πραμάτεια της πάνω στη  σκηνή, ακλουθώντας το στρατό, μέχρι  να πέσει η αυλαία.

Όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της παράστασης, το έργο αυτό, όταν πρωτοπαίχτηκε το 1946 στην Ζυρίχη με την υπέροχη ηθοποιό Τερέζα Giehse, οι θεατές συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων. Τότε ο Μπρεχτ εκνευρισμένος ξανάγραψε το έργο, δείχνοντας με έμφαση την κακή πλευρά του χαρακτήρα της Μάνας Κουράγιο. Τη νέα εκδοχή του έργου  σκηνοθέτησε και επέβλεψε ο ίδιος ο Μπρεχτ στο Βερολίνο με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα τουΈλεν Βάινγκελ, έξοχη και αυτή αλλά λιγότερο θερμή και μητρική από  την Τερέζα Giehse. Ωστόσο, και εδώ η συγκίνηση ήταν έμπλεη. Σχεδόν κανείς θεατής δεν θα προσέξει τον κακό χαρακτήρα του «συμβόλου», αναγκάζοντας τον ίδιο τον Μπρεχτ να αποδώσει το φαινόμενο στο αμβλυμμένο κριτήριο των θεατών που δεν είχαν  ακόμη απελευθερωθεί από τις συναισθηματικές τους συνήθειες.

Γενικότερα, η θεατρική  του Μπρεχτ είναι ο αντίποδας της  σκηνοθετικής άποψης του Στανισλάβσκι, οι παραστάσεις του οποίου στη Μόσχα, στις αρχές του αιώνα, «ήταν τόσο τέλειες, που ξεχνούσες πως βρισκόσουν στο θέατρο….». Επίσης, ο Αλέξης Σολομός αναφέρει στο σπουδαίο βιβλίο του «Η ηλικία του Θεάτρου» για την παράσταση του «Γλάρου» από το «Καλλιτεχνικό Θέατρο Μόσχας» του Στανισλάβσκι: «Λέω  ιστορική την παράσταση, γιατί απ’ αυτήν άρχισε  πραγματικά μια θεατρική κοσμογονία: το μοντέρνο  θέατρο, το θέατρο  ‘συνόλου’ κι ‘ατμόσφαιρας’  όπου οι ηθοποιοί δεν παίζουν αλλά  ζουν τους ρόλους τους».Πάνω σε αυτό, η Νέλη Αγγελίδου αναφερόμενη στο ρόλο της Άτοσσας που έπαιξε στην παράσταση των «Περσών» του 1965 που προαναφέραμε, θυμάταιότι: «ο Κουν ζητούσε κίνηση της ψυχής του ηθοποιού  που θα ήταν προϋπόθεση για να συγκινηθεί  ο θεατής μέσα στους αληθινούς  και εκσυγχρονισμένους όρους της τραγωδίας …. Ο Κουν  εισάγει την  μέθοδο Στανισλάβσκι, εμποτισμένη στα ιδιαίτερα ελληνικά χαρακτηριστικά».

Παρενθετικά, σήμερα που γράφουμε αυτές της γραμμές, αδυνατούμε να καταλήξουμε σε πιο βαθμό η παράσταση του «Γλάρου», που είδαμε το 1994, στο Θέατρο Διονύσια, είχε χρησιμοποιήσει το «σύστημα Στανισλάβσκι». Το έργο ανέβηκε σε σκηνοθεσία Γιούρι Λιουμπίμωφ, απόδοση Μάριου Πλωρίτη, σκηνικά Μπορόβσκι και μουσική Ντενίσωφ. Πρωταγωνιστούσαν οι Γρηγοριάδου, Δανδουλάκη, Κολοβός, Φέρτης και Φυσσούν. Το αναφέρουμε όμως, διότι στο πρόγραμμα αυτής της παράστασης υπάρχει μια ιστορική φωτογραφία την οποία και παραθέτουμε μαζί με το σχόλιο που την αφορά: Η φωτογραφία αυτή τιτλοφορείται συνήθως «Ανάγνωση του Γλάρου» από τον Τσέχωφ στους ηθοποιούς του Θεάτρου Τέχνης. Στην πραγματικότητα, έχει τραβηχθεί στις 15-05-1899, μετά την ειδική παράσταση, σε σκηνοθεσία Στανισλάβσκι – Ντάντσενκο, που δόθηκε για το συγγραφέα. Στη μέση, ο Τσέχωφ «διαβάζει». Δεξιά του, ο Κ.  Στανισλάβσκι (Τριγκόριν), αριστερά του  η Ό. Κνίππερ (Αρκαντίνα), όρθιος ανάμεσά τους, ο Β. Μεγερχόλντ (Τρέπλιεβ), όρθιος στην άκρη αριστερά ο Ντάντσενκο.

Τον συνεχιστή του Στανισλάβσκι στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας Όλεγκ Εφραίμωφ συναντήσαμε το 1986, όταν σκηνοθέτησε  το έργο «Πρόσωπο με πρόσωπο» του Μολδαβού συγγραφέα Αλεξάντρ Γκελμάν, με πρωταγωνιστές τους Καζάκο - Καρέζη στο θέατρο «ΑΘΗΝΑΙΟΝ». Εκεί περιγράφονται  οι δυσκολίες που υπήρξαν στην οικοδόμηση του «σοσιαλιστικού» ανθρώπου στο πλαίσιο της συμπεριφοράς του, μέσα στην  οικογένεια, όπως αντίστοιχα  και η δυσκολία να υλοποιηθούν τα πλάνα της σοβιετικής παραγωγής μέσα από τη διαδικασία των πριμ παραγωγικότητας. Το τελευταίο αυτό ζήτημα αναδεικνύεται  και στο έργο του ίδιου συγγραφέα «Πρίμ», όπως το είδαμε στην ομότιτλη σοβιετική ταινία στην Αθήνα. Εμείς δεν αντιλαμβανόμασταν, όσο χρειαζόταν τότε, αλλά ούτε και το έργο το αναδείκνυε πως, μετά το 20οσυνέδριο του ΚΚΣΕ, η κατάργηση του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική  οικονομία, που αποτελεί τη βάση του σοσιαλιστικού συστήματος, επιδρά στο εποικοδόμημα, μέρος του οποίου είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις και αξίες. Δυστυχώς, δεν προσέξαμε ούτε τα λόγια του  Εφραίμωφ ο οποίος, όταν το 1970 μπήκε επικεφαλής του «Θεάτρου Τέχνης», το πρώτο πράγμα που είπε στους μαθητές του ήταν «Πίσω στον Στανισλάβσκι»! Λογική εξέλιξη και οι πλήρεις ανατροπές  λίγα χρόνια αργότερα στη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες, παρά τα ουσιώδη προβλήματα στην απόπειρα  οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ξημέρωσαν άλλους καιρούς και μαρτύρια στην ανθρωπότητα.

Βεβαίως, δε μηδενίζουμε, γνωρίζουμε  ότι  το θέατρο Στανισλάβσκι ήταν ένα άλμα για την εποχή του, πριν την αυγή του 20ού αιώνα, και οι αξίες του είχαν τα θεμέλιά τους στους Τσέχωφ, Τολστόι, Γκόρκι εμπλουτισμένες από τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού.

Συναντήσαμε, όπως έχουμε αναφέρει  σε παλιότερο μας άρθρο, τον απόηχο του «ψυχοτριγωνομετρικού» Μπρεχτ του «Μπερλίνερ  Ανσάμπλ», όταν στις 22 Ιουλίου του 2009 το Βερολίνο, άλλοτε κέντρο του παγκόσμιου ιδεολογικού διχασμού, όχι μόνο μας φιλοξενεί αλλά ικανοποιεί μια ξεχωριστή μας επιθυμία: να συναντήσουμε τον Μπρεχτ στην «ανάσα των ζωντανών ανθρώπων». Φτάσαμε λοιπόν στο σταθμό της οδού Φρήντριχ, περάσαμε επί τόπου  τον ποταμό Σπρέε και δίπλα του ακριβώς,  στο «Φράγμα των Ναυπηγών», αντικρίσαμε το περίφημο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το «Νέο Θέατρο» που ίδρυσε ο Μπρεχτ στον τομέα του Ανατολικού Βερολίνου, το οποίο συνεχίζει να ανεβάζει τα έργα του.

Επιτέλους! Θεατές  της τελευταίας παράστασης της σεζόν, στη μικρή σκηνή του θεάτρου στο ενοποιημένο πλέον Βερολίνο, του  έργου «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ». Δίπλα, στην κεντρική σκηνή που ολοκλήρωνε και αυτή το ίδιο βράδυ τις παραστάσεις της με το έργο «Η Όπερα της πεντάρας», η αναζήτηση εισιτηρίου έγινε επί ματαίω. Αναγκαστικά λοιπόν θα μείνουμε με την ανάμνηση της παράστασης του έργου αυτού  στο θέατρο «Αθήναιον» σε διδασκαλία Ζυλ Ντασσέν το χειμώνα του 1993 στην Αθήνα. Θα άξιζε να αναφέρουμε εδώ  και την  πολύ  αξιόλογη παράσταση του έργου «Η Όπερα της πεντάρας» που είδαμε στις 22-02-2014 στο θέατρο Σαρακινάδου στη Ζάκυνθο από αξιόλογους μουσικούς και ηθοποιούς σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ζαβραδινού.

Όλοι λοιπόν που αγαπάμε τον Μπρεχτ για ό,τι υπήρξε, για την αληθινή ζωή και τη συγκίνηση (ακόμη και εάν δεν την επιδίωκε) που γενναιόδωρα μας χάρισε, αξίζει  να προσθέσουμε σε αυτές τις  απλές και γεμάτες δάνεια προσεγγίσεις μας και τα  δικά του λόγια.

Στο «Μικρό όργανο για το θέατρο» αναφέρει: «Το θέατρο, όπως το βλέπαμε ως τώρα, δείχνει την κοινωνία που παρουσιάζεται στη σκηνή σαν κάτι το οποίο είναι αδύνατο να επηρεαστεί από την  κοινωνία που υπάρχει στην αίθουσα. Ο Οιδίποδας τιμωρείται, γιατί παρέβη τις αρχές που διείπαν την κοινωνία  του καιρού του. Επιφορτίζονται γι’ αυτό οι θεοί που ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι «μεγάλοι μοναχικοί» του Σαίξπηρ, που κουβαλάνε μέσα τους τα αστέρια της μοίρας τους, αρχίζουν αναπότρεπτα μάταιες και τρελές πορείες προς το θάνατο. Ετοιμάζουν  με τα ίδια τους τα χέρια το χαμό τους κι η καταστροφή τους ξεφεύγει από την κριτική… Πάντα ανθρωποθυσίες! Πάντα βάρβαρες απολαύσεις! Ξέρουμε, όμως πως οι βάρβαροι  έχουνε τη δική τους τέχνη. Καιρός να φτιάξουμε και εμείς τη δική μας!».

Το να φτιάξουμε τη δική μας τέχνη, είναι  ένας  δύσκολος και ανεξόφλητος λογαριασμός, προπαντός σήμερα που η ήττα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος είναι κάτι παραπάνω από γεγονός. Χαιρόμαστε, βέβαια, γιατί τη στιγμή, που γράφουμε αυτές τις γραμμές (Απρίλης του 2014), στις επτά φορτωμένες με αστέρια σινεφίλ ταινίες οι οποίες παίζονται στην Αθήνα, οι τέσσαρες ανήκουν στο Σοβιετικό κινηματογράφο (Αμλετ, Βασιλιάς Ληρ, Δον Κιχώτης, Τρία τραγούδια για τον Λένιν), οι δύο προέρχονται από τις άλλες χώρες του «υπαρκτού Σοσιαλισμού» και μία μόλις από την Ιαπωνία  με τίτλο  «Ρασομόν» του μεγάλου Ακίρα Κουροσάβα.

Ο Μάρκος Αυγέρης.
Φυσικά, χωρίς να πιστεύουμε στηναμετακίνητη μοίρα, αυτό παραμένει μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει  δυστυχώς τον κανόνα  που προαναφέραμε. Συγχρόνως, αφού αναζητούμε εκδοχές, εναγώνιο παραμένει το ερώτημα, αν το «Θέατρο της Αποστασιοποίησης» του Μπρεχτ μπορεί στην πράξη να εφαρμοστεί χωρίς κανένα περιορισμό. Για  όλα αυτά λοιπόν ας γυρίσουμε «σεμνά» στην αρχαία τραγική ποίηση που εξετάζουμε. Είναι και δικά μας τα παρακάτω λόγια  του κομμουνιστή διανοητή, Μάρκου Αυγέρη, για την αρχαία Ελληνική τέχνη της καρδιάς μας.«Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ποίησης, όπως κι όλης της ελληνικής τέχνης είναι η δίψα ζωής, ηδονή της ύπαρξης, η χαρά του εξωτερικού κόσμου… Στα περισσότερα απ’ αυτά τα δημιουργήματα γελάει η ευτυχισμένη συνείδηση ενός λαού στην εφηβεία του. Το ελληνικό πνεύμα ξεκινάει από το συγκεκριμένο και το θετικό, θρέφεται από το γνήσιο, από αυτό παίρνει το πέταμά του και σ’ αυτό ξαναγυρνάει … η αξεπέραστη δύναμη του είναι αυτή η ξαστεράδα του νου κι αυτή η λαγαρή όραση, που αναπλάθει ένα διάφωτο κόσμο, όπου έχει κανείς την αίσθηση πως καθρεφτίζεται και τρέμει η κρυστάλλινη και χρυσή ατμόσφαιρα του αττικού τοπίου».

Αφήνοντας  παράμερα το  ερώτημα του ποιητή Νίκου Καρούζου «Μπορείς να κόψεις ένα τριαντάφυλλο από την λέξη τριανταφυλλιά»;ομολογούμε ότι αυτό το απλό, ζεστό και γαλήνιο αττικό τοπίο, που αναφέρει ο Μάρκος Αυγέρης,  είναι  και για εμάς το μυστικό αινιγματικό αλφάβητό μας. Αυτό στοιχειώνει όπως αρμόζει μια τέχνη και μια φιλοσοφία,  που  μέσα στον ιστορικό χρόνο, κοιτάζει στα ίσια και μπολιάζει όλη την παγκόσμια πνευματική κληρονομιά.  Σε αυτό το τοπίο  αρθρώνεται  η ερωτική μας μελαγχολία, εκεί ξεκουράζεται, και τρέφεται  η ψυχή μας!

Σεπτέμβρης 2014
                                                                                                                 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Viewing all 1270 articles
Browse latest View live