Στὸτελευταῖο τεῦχος τοῦπεριοδικοῦΣΥΝΑΞΗ, ποὺεἶναι ἀφιερωμένο στὸν Ἐπίσκοπο, φιλοξενήθηκαν πολὺκαλὲς καὶἰκανὲς γιὰπεραιτέρω διάλογο, μελέτες τῶν π. Βασιλείου Θερμοῦ, Δημ. Μπαρθέλου κ.α.
Ὡστόσο, στὸπεριθώριο τῶν παραπάνω κι ἐκεῖποὺἑτοίμαζα νὰπῶκαὶτὴδικιά μου τὴγνώμη, βασισμένη στὰὅσα θεοφιλῶς καὶθεοφωτίστως ἀναφέρει στὸ «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον» σχετικὰμὲτὸπρόσωπο καὶτὴν πολιτεία τοῦἘπισκόπου ὁἍγιος Νικόδημος ὁἉγιορείτης, εἶδα στὸδιαδίκτυο μιὰφωτογραφία, ποὺμὲἐντυπωσίασε. Κι ἄς μὴφανεῖπαράξενο αὐτό, μήτε καὶὑπερβολικό... Πρὸς τὶ,ἄλλωστε;
Εἰκονίζει λοιπόν, ἡ ἐν λόγω φωτογραφία ἓναν Ἐπίσκοπο σὲκάποιο παραδοσιακὸνησιώτικο σοκάκι, ποὺγραφικὰτὸστολίζει ἕνα πάλλευκο ἐκκλησάκι, νὰξαποσταίνει μιὰθερινὴαἰγιοπελαγίτικη νύχτα καθισμένος πάνω σὲλιτὸπέτρινο πεζούλι κι ἀποζητώντας, ἀσφαλῶς, λίγη δροσιά, ἀνάπαυση καὶμοναξιά. Ναί, μοναξιά, ὄχι μὲτὴν κοσμικὴἔννοια ἀλλὰμὲτὴβιβλική: ἐκείνη δηλαδὴποὺἔχει ἀνάγκη ὁκάθε ποιμένας, ὥστε νὰσταθεῖἐνώπιος ἐνωπίῳ, νὰἀποτοξινωθεῖἀπό τὶς ποικίλες ἔγνοιες καὶἄστοχες συντυχίες τὶς ὁποῖες, ὡς ἡγέτης καὶὡς πνευματικὸς ὁδηγὸς, εἶναι ἀναγκασμένος νὰδέχεται σχεδὸν ὅλη τὴν ἡμέρα. Ἄλλωστε, ὁἴδιος ὁΚύριος «ἦν ὑποχωρῶν ἐν ταῖς ἐρήμοις καὶπροσευχόμενος» (Λκ. 5, 16). Ἤ, ὅπως πολὺσοφὰἀναφέρει κορυφαῖος Ἀποστολικὸς Πατέρας, «Χρήζομεν πάντες ἡρεμίας»( Ἁγ. Ἰγνάτιος ὁΘεοφόρος).
Δὲν ἔχω τὴν ἀπαίτηση νὰμάθω πῶς δημοσιοποιήθηκε ἡφωτογραφία αὐτή. Δὲν μὲἐνδιαφέρει, ἄλλωστε. Ἀντίθετα, τὴνχάρηκα πολὺ, γιατὶμοῦἔδωσε τὴν ἀφορμὴνὰγράψω τὰπαρακάτω. Γι᾿αὐτὸκαὶστέκομαι στὸμήνυμα ποὺἐκπέμπει, τὸνόημα ποὺδιακρατεῖκαὶτὸκυριότερο, τὴν ἀλήθεια ποὺἐμφανίζει. Γιατὶκι ὁἘπίσκοπος ἄνθρωπος εἶναι. Μὲτὰπροσωπικὰκαὶτὰτῆς Ἐπαρχίας του προβλήματα, ποὺἀσφαλῶς ὡς ἡγέτης καὶἀνθρωπος δὲν εἶναι δυνατὸνὰἀντιπαρέλθει μὲἀδιαφορία καὶπεριφρόνηση. Καὶτοῦτο ἐπειδὴτὰπροβλήματα αὐτὰεἶναι τὸστεφανι ποὺτοῦπαραδίδεται παράλληλα μὲτὴν τόσο φημισμένη καὶχρυσοποίκιλτη μίτρα: ἐκεὶνη δηλαδή, ποὺλαμπροφορεῖτὴν ἐπώδυνη καὶματωμένη ἀρχιερατικὴπορεία του. Καὶφυσικά, μιλᾶμε ἐδῶγιὰτὸν κάθε συνειδητὸἘπίσκοπο, ἐκεῖνον δηλαδὴποὺφωτίζει μὲτὸπαραδειγμά του, ποὺἕλκει μὲτὴν ἀσκητική του βιοτὴ, ποὺσυντηρεῖτὴν κληρονομία του μὲτὴν προσευχητική του ἀγραυλία. Γιατὶσὲἄλλη περίπτωση, ὅταν ὁἡγέτης, ὁκάθε ἠγέτης ἀφήνεται στὴν ἀνθρωπάρεσκειά του καὶστὸναρκισσισμό του, τότε ἡἀποτυχία μπορεῖνὰμὴν εἶναι ὁρατή, ἀφοῦκαλύπεται ἀπὸτὸἐξωτερικὸτὸ«στρὰς», ὡστόσο διαφαίνεται μὲτὰχρόνια ποὺἔτσι κι ἀλλιῶς περνοῦν κι ἀφήνουν, ἀντὶγιὰἄλλον ἔπαινο τὴστάχτη καὶτὴν ἀπόγνωση. Κυρίως γιὰτὸν ἑαυτό του, ἀφοῦτίποτε ἄλλο δὲν πρόσεξε στὴν ὅλη του τὴβιοτὴ,πλὴν τοῦἑαυτοῦτου, πῶς νὰτὸν ἀνυψώσει δηλαδή, ἀλλὰκαὶδιατηρήσει «εἰς τόπον ὑψηλόν». Μέχρι ποὺἔρχεται μιὰμέρα ποὺτὰἀφήνει ὅλα κι ἀναχωρεῖ, ὅπως κάθε ἄνθρωπος στὸν κόσμο αὐτό.
Γι᾿αὐτὸκαὶ,κοιτώντας τὸν Ἐπίσκοπο στὴμοναξιά του μέσα στὴθεϊκὴθερινὴνύχτα, θαρρεῖς πὼς διαβάζεις τὴν ψυχή του. Καταλαβαίνεις πολὺκαλὰπόση ἀνάγκη ἔχει κι αὐτὸς ἀπὸμιὰδική του στιγμὴ, γιὰνὰψάξει τὸν ἑαυτό του, νὰζυγιάσει τὰπράγματα, νὰσταθεῖἀπέναντι στὰπρόσωπα τῶν συνεργατῶν, φίλων, δικῶν του ἤξένων μὲἀκρίβεια καὶὅση γίνεται δικαιοσύνη, ἐνδεδυμένη ὡστόσο μὲτὸχιτῶνα τῆς φιλανθρωπίας, κατὰτὸν ἀθάνατο λόγο τοῦἱ. Χρυσοστόμου: «φιλότιμος γὰρ ὁδεσπότης δέχεται τὸν πρῶτον καθάπερ καὶτὸν ἔσχατον». Ἤ,πιὸἁπλᾶ, ὅπως πολὺσωστὰἑρμηνεύει τὸκάθε ποιμαντικὸἀδιέξοδο Ἱεράρχης ποιητής:
«Ποιούς νάβραβεύσεις μέτόν ἔπαινο
καίποιούς νάσυνετίσεις μέτόν ψόγο;"
(Ἀρχιεπ. Αὐστραλίας Στυλιανός)
Δίκοπο μαχαίρι οἱπαραπάνω στίχοι ποὺδὲν τοὺς ἀντιπαρέρχεσαι ἀβίαστα καὶδίχως νὰσφιχτεῖἡκαρδιὰκι ἡψυχή. Γιατὶπάνω ἀπ᾿ὅλα ὁΠοιμένας εἶναι καὶΠατέρας, ποὺγνωρίζει πῶς νὰἐπιτιμήσει τὰπαιδιά του δίχως νὰτὰἀπογοητεύσει καὶτὸκυριότερο, νὰτὰἔχει σιμά του, ὅπως ὁΚύριος τοὺς μαθητές του, ποὺκάποιες φορὲς τοὺς παρατηροῦσε (βλ. Λκ. 9, 46-50 ), ἀλλὰκαὶὀνόμαζε, θεωροῦσε, ἀποδεχόταν ὡς φίλους (πρβλ. Ἰω. 15, 14-15).
Γιὰνὰπῶτὴν ἀλήθεια, δὲγνωρίζω τὶδιαλογίζονταν ὁἘπίσκοπος καθισμένος πάνω σὲκεῖνο τὸπέτρινο ἀσβεστωμένο πεζούλι, στὸὁποῖο ξαπόστασαν τόσοι καὶτόσοι, χρόνια καὶχρόνια... Ὡστόσο πιστεύω πὼς αὐτὲς οἱστιγμὲς τῆς ἡσυχίας, τῆς ρέμβης, τῶν στοχασμῶν καὶφυσικὰτῆς συνάντησής του μὲτὸΘεό, τὸν ἀποφορτώνουν ἀπό πολλὰκαὶτὸκυριότερο τοῦθυμίζουν τὸπεπερασμένο τοῦἐπίγειου βίου, ποὺμήτε οἱφῆμες, μήτε οἱπολύωρες συντυχίες μὲτοὺς τρανοὺς τῆς γῆς τὸστολίζουν. Ἀντίθετα, αὐτὸτὸλιτὸσοκάκι μὲτὸλευκὸτὸἐκκλησάκι ποὺὀμορφαίνει τὸχῶρο, μὲτὴν ἁπλότητα ποὺδιακρατεῖ, καλλωπίζει τὴν ψυχή του καὶτὴνσυντηρεῖμέσα στοὺς καθημερινότητα ποὺξημέρωνε. Πιστεύω δὲὅτι τοῦδίνει καὶ τὸδικαίωμα νὰἐπαναλάβει, ἀπὸτὶς ρίζες τῆς ὕπαρξης του ἀνεβασμένο τὸδιαχρονικὸλόγιο: «ΤοῦΚυρίου ἡγῆκαὶτὸπλήρωμα αὐτῆς, ἡοἰκουμένη καὶπάντες οἱκατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Αὐτὸς ἐπί θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν... Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰἔργα Σου, Κύριε...» (Ψαλμ. 23, 1-2. 103, 24). Ἔτσι δὲν εἶναι;